Ζωντανή Μετάδοση

Ενισχύστε τον Ιερό μας Ναό

Храмът Св.Георги в Нигрита

Γεώργιος Τέζας

 Φιλόλογος

Διευθυντής Γενικού Λυκείου Μαυροθαλάσσης

 

   Οι συνήθεις αναφορές μας στα γεγονότα του 1912-1913 στη Νιγρίτα και την Τερπνή δίνονται συνήθως μέσα από μια συναισθηματική περιγραφή των συμβάντων, την εντύπωσή τους στη συλλογική μας μνήμη και τον καθορισμό τους ως σημείων τοπικής αναφοράς και μνήμης.

Ωστόσο, τα γεγονότα στα Πλατανούδια και τη Νιγρίτα και όσα στη συνέχεια συνέβησαν στην περιοχή μας δεν ήταν άσχετα με τις πολιτικές και στρατηγικές που εκτυλίσσονταν στη νοτιοανατολική Ευρώπη και γι' αυτό είχαν διεθνή διάσταση άγνωστη ίσως σε εμάς. Ο Τύπος, ημερήσιος και περιοδικός, τοπικός και διεθνής, αποτελεί για τους ιστορικούς μία από τις «προσφιλείς» πηγές έρευνας του παρελθόντος, επειδή περιγράφει με παραστατικότητα τα γεγονότα, διασώζει από τη λήθη πρόσωπα και καταστάσεις, δράσεις και ενέργειες, ενώ παράλληλα αποτυπώνει την απήχηση των εξεταζόμενων γεγονότων και των ενεργειών στο κοινωνικό σύνολο. Μέσα λοιπόν από τον τύπο θα επιχειρήσω να σας δώσω μια εικόνα της διεθνούς απήχησης των όσων συνέβησαν τότε.

   Τον Ιούνιο του 1885 εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης αναφερόμενη στη Νιγρίτα έγραφε: "Η Νιγρίτη διακρίνεται διά τον γνήσιον και αληθώς ελληνικόν χαρακτήρα των γενναίων και φιλοτίμων αυτής κατοίκων διασωσάντων άχρι του νυν πολλάς αρετάς, ήθη και έθιμα αξιοθαύμαστα των αθανάτων ημών προγόνων…" Το 1885 η Νιγρίτα διέθετε 460 οικογένειες και πληθυσμό 2050 κατοίκους. "Οι κάτοικοι της κωμοπόλεως ταύτης διακρίνονται επί ελληνισμώ πολλά των ημετέρων προγόνων διατηρήσαντες ήθη και έθιμα επισπών τον έπαινον και τον θαυμασμόν των ξένων."

   Πλάι στην ξακουστή και «περιλάλητο» και «εύανδρο» Νιγρίτα, όχι όμως και στη σκιά της, αναπτυσσόταν οι δύο μικρότερες αλλά αρκετά δυναμικές κοινότητες της Τερπνής και της Σούρπας "…εμφαίνοντα ζωηρώς τον καθαρώς αρχαίον ελληνικόν χαρακτήρα των ζωηρών και φιλοπάτριδων κατοίκων." Η Σούρπα, το 1885, διέθετε 250 οικογένειες και πληθυσμό 1105 ψυχές, ενώ η Τερπνή διέθετε μια μουσουλμανική συνοικία με 70 σπίτια και μια χριστιανική με 130 σπίτια και 590 ψυχές.

   Σύμφωνα με τη στατιστική του Χαλκιόπουλου, του 1910, δημογραφικά, αν εξαιρέσουμε μια αύξηση στον πληθυσμό της Νιγρίτας, η Σούρπα και η Τερπνή διατηρούν τον ίδιο αριθμό κατοίκων. Συγκεκριμένα η Νιγρίτα, η οποία χαρακτηρίζεται "ονομαστή ελληνική" κωμόπολις κατοικείται από 2.500 ορθοδόξους οι οποίοι πλέον δεν χαρακτηρίζονται μόνο από το θρήσκευμα αλλά και από την εθνικότητα, δηλαδή Έλληνες. Η Σούρπα, κατοικούνταν από 1.100 ορθόδοξους Έλληνες ενώ η Τερπνή από 590 ορθόδοξους Έλληνες και 380 Μουσουλμάνους. Η Νιγρίτα με την ευρύτερη περιοχή της αποτελούσε ναχιγιέ (δήμο) και ήταν έδρα μουδίρη (μιντιούρ), ο οποίος όμως δεν κατοικούσε σε αυτήν, αλλά στη γειτονική Τερπνή όπου πιθανότατα να υπήρχε κονάκι, δηλαδή οικία κατάλληλη για τον εκάστοτε διορισμένο μουδίρη.

   Η κήρυξη του ελληνοοθωμανικού πολέμου το 1912 και η ευνοϊκή εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων της Ελλάδας και των συμμάχων της, είχε τεράστια απήχηση στον Ελληνισμό της Μακεδονίας. Η Νιγρίτα με την επαρχία της βρισκόταν και αυτή σε αναβρασμό, εξαιτίας του φόβου μήπως τα βουλγαρικά στρατεύματα προλάβαιναν και έμπαιναν στην πόλη πριν από τον ελληνικό στρατό. Ο βουλγαρικός στρατός χωρίς να αντιμετωπίζει σοβαρή αντίσταση από την πλευρά των Τούρκων κατέβαινε προς τη θάλασσα, επιχειρώντας να καταλάβει, όσο το δυνατό περισσότερα Μακεδονικά εδάφη.

   Το 1912, είχε αποφασισθεί από το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο ο σχηματισμός σωμάτων προσκόπων, που θα χρησιμοποιούνταν στη Μακεδονία μαζί με σώματα μακεδονομάχων ως προπομποί του ελληνικού στρατού. Ενώ λοιπόν ακόμη ο ελληνικός Στρατός μαχόταν έξω από τη Θεσσαλονίκη και πριν την απελευθερώσει, ο καπετάν Γιαγκλής μπόρεσε να καταλύσει τις οθωμανικές φρουρές και να καταλάβει την πόλη και την περιοχή «εν ονόματι της Ελλάδος». Ο καπετάν Γιαγκλής ανέλαβε λοιπόν το έργο, της απελευθέρωσης της περιοχής μας, πριν προλάβει να την καταλάβει ο βουλγαρικός στρατός: ¨…την 23ην Οκτωβρίου κατελήφθη υπό Ελληνικού Ανταρτικού Σώματος, διατελούντος υπό την αρχηγείαν του γνωστού Έλληνος οπλαρχηγού κ. Γιαγκλή, η Νιγρίτα και υψώθη εν αυτή η Ελληνική Σημαία. Οι εν αυτή και πέριξ Ελληνικοίς χωρίοις ένθα επίσης ανεπετάσθη η Ελληνική Σημαία Τούρκοι υπάλληλοι και χωροφύλακες, έφυγον προτροπάδην εγκαταλείψαντες τας θέσεις των..."

   Οι Βούλγαροι ωστόσο, δεν αναγνώρισαν την απελευθέρωση της Νιγρίτας ως τετελεσμένο γεγονός. Βουλγαρικός στρατός εγκαταστάθηκε ως συμμαχική δύναμη στην πόλη με την πρόφαση της ανάπαυσης και της ανακούφισης από τις κακουχίες του πολέμου ενάντια στους Οθωμανούς. Επωφελούμενοι της αρχικής απουσίας ελληνικού στρατού δεν έδωσαν καμιά σημασία ή αναγνώριση στο ανταρτικό σώμα του Γιαγκλή, το οποίο μάλλον θεώρησαν μονάδα μη υπολογίσιμη. Σύντομα άρχισε και η ελληνοβουλγαρική διένεξη για τη Θεσσαλονίκη, την οποία διεκδίκησε η Βουλγαρία. Το ζήτημα της Θεσσαλονίκης επέδρασε καταλυτικά στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Η συνεχής εισροή Βουλγάρων στρατιωτών στη Θεσσαλονίκη και στις περιοχές ανατολικά που είχαν απελευθερωθεί προκαλούσαν ανησυχία στην ελληνική πλευρά.

   Η κατοχή της περιοχής μας θα μπορούσε, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να έχει μεγάλη σημασία στον καθορισμό της συνοριακής γραμμής μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας και δεν θα ήταν δύσκολο να κατανοήσει κανείς τον πόθο των Βουλγάρων να εκτοπίσουν τους Έλληνες από την προχωρημένη αυτή θέση. Η ελεύθερη ελληνική Θεσσαλονίκη χρειαζόταν αναγκαία ενδοχώρα για την ασφάλειά της. Η Νιγρίτα και η περιοχή της κρίθηκαν, στον επιχειρησιακό σχεδιασμό του ελληνικού στρατού, ως ο απαραίτητος γεωγραφικός χώρος για τη στήριξη της συμπρωτεύουσας, πλέον, του ελληνικού κράτους: "…Πως δύναται να ζήση Θεσσαλονίκη άνευ επαρκούς μεσογειακής περιοχής, με τον Λαγκαδάν και τα προς βορράν της Νιγρίτης μη Ελληνικά; Θα είνε εκτεθειμένη εις πάσαν από ξηράς προσβολήν και μποϋκοταριζομένη θα κατήντα νεκρόπολις…"· σημειώνουν οι πηγές της εποχής.

   Πνεύμα καχυποψίας επικρατούσε λοιπόν στις σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων στην πόλη. Από το Νοέμβριο κιόλας του 1912, άρχισαν οι προστριβές και οι μικροσυμπλοκές μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Έτσι, στην περιοχή της Νιγρίτας, δημιουργήθηκε μια εντελώς ιδιόμορφη στρατιωτική και πολιτική κατάσταση. Οι Βούλγαροι διεκδικούσαν την συγκυριαρχία των περιοχών αυτών, όπως και της Θεσσαλονίκης, με τελικό στόχο την ολοκληρωτική κατάληψή τους.

   Στις 19 Φεβρουαρίου ο πρίγκηπας Νικόλαος, επικεφαλής του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, γράφει στο Βούλγαρο στρατηγό Χασαψίεφ: "…το αδιαφιλονείκητον δικαίωμά μας επί της προτεραιότητος κατοχής εν τω διαμερίσματι της Νιγρίτης μας εμποδίζει από του να επιτρέψωμεν εις τον (Βούλγαρον) διοικητήν Σερρών να αναμιγνύεται εις την διοίκησιν των μερών τούτων και απαιτεί να δώση διαταγάς, όπως παύση η αποστολή Βουλγαρικών στρατευμάτων εις χώραν κατεχομένην και διοικούμενην υφ΄ ημών..."

   Οι Βούλγαροι παρόλα αυτά είχαν αποφασίσει να εντάξουν τη Νιγρίτα στο στρατηγικό σχεδιασμό τους επιλέγοντας "…την αυτήν εκείνην ημέραν, καθ΄ ην η καρδία της Ελλάδος διεπάλλετο εξ αγαλλιάσεως διά την εν Ιωαννίνοις νίκην του Σταυρού κατά της Ημισελήνου, όπως στρέψωσι τα τηλεβόλα των κατά των φίλων και συμμάχων..."

   Ανταπόκριση από το Λονδίνο αναφέρει: "Από την Τετάρτην μέχρι της Παρασκευής βουλγαρικά στρατεύματα εκανονιοβόλησαν την κωμόπολιν Νιγρίταν".

   Οι Βούλγαροι, ζητούσαν να εγκαθιδρύσουν δική τους πολιτική διοίκηση με διοικητή από τις Σέρρες και να αναλάβουν έτσι τον έλεγχο της πόλης και ολόκληρης της περιοχής: …Η πόλις ολόκληρος παρουσίαζε τας ημέρας εκείνας αληθή συναγερμόν. Στρατός ελληνικός και όλοι οι πολίται Νιγρίτης οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα, ως ένα σώμα αντιμετώπισαν πολύ ψύχραιμα και αυθόρμητα την έφοδον των Βουλγάρων και τους έτρεξαν εις απαίσχυντον φυγήν...".

   Έχοντας τις πληροφορίες από βουλγαρικές πηγές οι «Τάιμς» του Λονδίνου γράφουν για τα γεγονότα του Φεβρουαρίου: ¨Κατά την εσπευμένην αυτών πορείαν προς την Θεσσαλλονίκην οι Βούλγαροι δεν είχον καταλάβει την Νιγρίταν, ήτις ακολούθως κατελήφθη υπό των Ελλήνων μετά δίωρον αψιμαχίαν προς τα τουρκικά στρατεύματα. Η Νιγρίτα έχουσα πληθυσμόν κυρίως ελληνικόν κείται μεταξύ των βουλγαρικών φρουρών Σερρών και Λαγκαδά. Οι Βούλγαροι προσήλθον κατά μικρούς ομίλους εις Νιγρίταν. Αλλά την παρελθούσαν εβδομάδα δεν επετράπη η είσοδος εις απόσπασμα εξ 150 ανδρών. Όθεν την παρασκευήν επεφάνη μία ισχυρά βουλγαρική φάλαγξ μετά ιππικού, δύο πεδινών τηλεβόλων και πολυαρίθμων μυδραλλιοβόλων προ της πόλεως και ήρχισε να κανονιοβολή αυτήν. Οι Έλληνες ηδυνήθησαν μόνον διά πυρός των τυφεκίων να απαντήσωσιν. Η μάχη, ήτις επήνεγκε μεγάλας απωλείας εις αμφότερα τα μέρη, δεν είχεν εισέτι λήξει την παρασκευήν".

   Σχετικά με τα επεισόδια στην Τερπνή και τη Νιγρίτα οι «Τάιμς» μας πληροφορούν: "Η μάχη ήρχισε την παρελθούσαν Τετάρτην (19/2) και διήρκεσαν μέχρι της Παρασκευής (21/2). Οι Βούλγαροι υπεχώρησαν ακολούθως εκείθεν της όχθης του Καρασού καταδιωκόμενοι υπό τεσσάρων ελληνικών λόχων οίτινες κατέστρε- ψαν όλας τας γέφυρας και συνέλαβον 70 αιχμαλώτους. Οι Βούλγαροι ηναγκάσθησαν να υψώσωσι λευκήν σημαίαν. Εκ των Ελλήνων εν τη μάχη ταύτη έπεσαν 15 νεκροί και 40 τραυματίαι. Εκ δε των Βουλγάρων έπεσαν διπλάσιοι".

   "Οι Βούλγαροι εδολοφόνησαν εν Νιγρίτη έναν υπολοχαγόν του ελληνικού στρατού. Συνεπεία τούτου επήλθε συμπλοκή μεταξύ του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού. Οι Έλληνες κατατρόπωσαν τους Βουλγάρους συλλαβόντας 70 αιχμαλώτους, λαβόντες και δύο τηλεβόλα. Αι απώλειαι των Ελλήνων είναι ολίγαι αλλ΄ αι των Βουλγάρων είνε διπλάσιοι των ελληνικών. Οι Βούλγαροι επεζήτουν να εκδιώξουν τας ελληνικάς αρχάς και να εγκαταστήσουν ιδικάς των. Από της πρωίας του Σαββάτου όλος ο εν Θεσσαλονίκη ελληνικός στρατός ήτο εν επιφυλακή. Οι Βούλγαροι κατόπιν των γενομένων εζήτησαν συγγνώμιν."

   Τα επεισόδια μεταξύ Ελλήνων (στρατού και κατοίκων) και βουλγαρικού στρατού, έλαβαν διεθνή διάσταση και απασχόλησαν τους Τάιμς του Λονδίνου οι οποίοι επέρριψαν την ευθύνη στη βουλγαρική πλευρά: "Εις Νιγρίτα παρά τας Σέρρας συνέβη προ τεσσάρων ημερών αιματηροτάτη ρήξις μεταξύ ελληνικού και βουλγαρικού στρατού. Την Νιγρίταν ως γνωστόν είχον καταλάβει οι Έλληνες. Οι Βούλγαροι όμως, οι οποίοι από τινος συχνότατα δημιουργούν και προκαλούν ζητήματα και επεισόδια αιματηρά,… εζήτησαν όλως απροόπτως να καταλάβουν διά της βίας την Νιγρίταν. Προς τούτο απέστειλαν όχι μόνο πεζικόν, αλλά και πυροβολικόν. Οι Έλληνες φυσικώ τω λόγω αντέστησαν και εντεύθεν προέκυψε ρήξις σοβαρωτάτη. Κατά την συμπλοκήν εφονεύθησαν και ετραυματίσθησαν περί τους 50 Βουλγάρους. 20 δε εξ αυτών συνελήφθησαν αιχμάλωτοι υπό των Ελλήνων ων οίτινες κατέλαβον και δύο βουλγαρικά τηλεβόλα. Εκ των Ελλήνων εφονεύθησαν πέντε, επτά δε ετραυματίσθησαν. Αποτέλεσμα της συμπλοκής ήτο η τελεία υποχώρησις των Βουλγαρών οίτινες έφυγον καταδιωκόμενοι."

   Ακολούθησαν ανακρίσεις για την ανακάλυψη των πρωταιτίων Βουλγάρων στρατιωτικών. Δημοσίευμα της εποχής με τίτλο «Τα εν Νιγρίτη» αναφέρει χαρακτηριστικά: "…τηλεγραφικώς αγγέλεται εκ Σόφιας ότι το υπουργείον των Στρατιωτικών της Βουλγαρίας διέταξεν εις τον αρχηγόν των εν Μακεδονία στρατευμάτων όπως προβή εις ανακρίσεις προς ανακάλυψιν των πρωταιτίων Βουλγάρων στρατιωτικών των σκηνών της Νιγρίτης ίνα παραπεμφθούν εις το Στρατοδικείον προς παραδειγματικήν τιμωρίαν...".

   Η αγανάκτηση και η θλίψη μου, γράφει ο πρίγκηπας Νικόλαος στον Χασαψίεφ είναι τόσο μεγάλη, ώστε μου είναι αδύνατο να περιγράψω τα αισθήματά μου, αλλά πρέπει να αφήσω ισχυρή κραυγή διαμαρτυρίας για τη συμπεριφορά και διαγωγή των υπευθύνων για το επεισόδιο της Νιγρίτας, το οποίο είναι πράξη απαραδειγμάτιστη στην ιστορία των εθνών.

   Ο πρεσβευτής της Βουλγαρίας στην Αθήνα Χατζημήτσεφ επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό Ελεύθεριο Βενιζέλο προκειμένου να εκφράσει τη λύπη του για τα επεισόδια μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στη Νιγρίτα. Ο Βούλγαρος πρεσβευτής δήλωσε ότι τα γενόμενα συνέβησαν εν αγνοία της βουλγαρικής κυβέρνησης και ότι ο βούλγαρος πρωθυπουργός Γκέσωφ ήταν υπερβολικά αγανακτισμένος από την προκλητική στάση των Βούλγαρων στρατιωτικών, των οποίων οι υποκινητές και πρωταίτιοι θα έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά ώστε να αποφευχθεί στο μέλλον κάθε επανάληψη παρόμοιων γεγονότων τα οποία τραυμάτιζαν τη συμμαχία μεταξύ των δύο κρατών.

   Στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1913 το επεισόδιο της Νιγρίτας, όπως χαρακτηρίζονταν η μάχη στα Πλατανούδια και τα γεγονότα μέσα στη Νιγρίτα απασχόλησαν τη βουλγαρική βουλή. Συγκεκριμένα: "Τηλεγράφημα εκ Σόφιας αγγέλει ότι εις τη Σοβράνιε υπεβλήθη υπό τινος των βουλευτών επερώτησις προς την Κυβέρνησιν, διά της οποίας ζητούνται πληροφορίαι σχετικώς προς το επεισόδιον της Νιγρίτης. Περιέργως όμως εις την επερώτησιν αναφέρονται τα λαβόντα χώραν ουχί όπως τα περιέγραψεν ο εν Θεσσαλονίκη ανταποκριτής των «Τάιμς», αλλά κατά διάφορον εντελώς έκδοσιν, ότι τάχα εξ άοπλοι Βούλγαροι στρατιώται εφονεύθησαν υπό Ελληνικού στρατού. Και ζητούνται πληροφορίαι «περί των αιτίων του σκανδαλώδους όσον και αξιοθρηνήτου τούτου επεισοδίου», ως επίσης και αν ελήφθησαν μέτρα διά την τιμωρίαν των ενόχων, οι οποίοι «διά των πράξεών των υποσκάπτουν τα θεμέλια της Βαλκανικής Ενώσεως», ως και τίνα μέτρα ελήφθησαν προς προάσπισιν της εθνικής αξιοπρεπείας του Βουλγαρικού στρατού και λαού".

   Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ολοκληρώθηκε με τη Συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913).5 Η ασάφεια όμως που χαρακτήριζε αρκετές από τις διατάξεις της ανωτέρω συνθήκης ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα επέφερε σύντομα νέες συγκρούσεις στα Βαλκάνια. Και πράγματι, σε μικρό χρονικό διάστημα, η βουλγαρική επιθετικότητα οδηγεί σε επανάληψη των αιματηρών συγκρούσεων στο Παγγαίο και τη Νιγρίτα (8 με 10 Μαΐου 1913) και την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού νοτιοδυτικά, το βορειοανατολικό τμήμα του Παγγαίου αφέθηκε στους Βούλγαρους. Έτσι, μια αιφνιδιαστική επίθεση κατά της Θεσσαλονίκης δεν μπορούσε να  αποκλειστεί.

   Μετά την υπογραφή του ελληνοβουλγαρικού συμφώνου της 21ης Μαΐου 1913, με το οποίο καθοριζόταν η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της Ελλάδος και της Βουλγαρίας, η Νιγρίτα και η περιοχή της, σχεδόν στα όρια του σημερινού μας δήμου, παρέμεινε μέσα στην ελληνική επικράτεια. Η συνοριακή γραμμή περνούσε δέκα χιλιόμετρα βόρεια από την πόλη. Ωστόσο, οι Bούλγαροι έχοντας εδαφικές απαιτήσεις, τον Ιούνιο του 1913, παραβίασαν την ουδέτερη ζώνη και κατέλαβαν τη Νιγρίτα, η οποία δέσποζε στο δρόμο Θεσσαλονίκης – Σερρών. Συντελέστηκε έτσι το ολοκαύτωμα της Νιγρίτας, του οποίου αναδεικνύονται όλες οι τραγικές πτυχές τα τελευταία χρόνια σε σχετικές εκδηλώσεις του Δήμου και της Εκκλησίας μας. Δεν χρειάζεται να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, να τονίσω όμως ότι τον Ιούνιο του 1913 κλείνει ένας κύκλος αγώνων και θυσιών που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1912.

   Κυρίες και κύριοι,

   Θεώρησα απαραίτητο να διευκρινίσω αυτά τα ζητήματα σε αυτόν εδώ τον χώρο δίνοντας την οπτική του Τύπου της εποχής, έτσι ώστε να διαμορφώσουμε μια πληρέστερη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων.

   Χρειάζεται όμως νομίζω μια συντονισμένη πολιτική και επιστημονική προσπάθεια, με αποφασιστικότητα και υπομονή, ώστε να ερευνηθούν όλες οι πηγές της εποχής εκείνης και να κατορθώσουμε να διαμορφώσουμε ένα έργο επιστημονικά αποδεκτό – ιστορικά άρτιο – ίσως μια πανεπιστημιακή έκδοση, που θα είναι το αδιαμφισβήτητο κόσμημα της Βισαλτίας και θα κάνει την τοπική μας Ιστορία προσιτή σε όλους.

 

Χρόνια πολλά! 

Σας ευχαριστώ!

 

 

designed by: Κώστας Χριστοδούλου