ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´:
Βίος καὶ Μαρτύριον τῶν Ἁγίων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου
καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Πολυχρονίας.
α´
Ἡ πανύμνητος ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρός μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ ἐπὶ γῆς παρουσία καὶ βασιλεία Του ἔλαμπε ἤδη σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, τὴν ἐποχὴ τῆς πανίσχυρης ρωμαϊκῆς κυριαρχίας . Ἠ κυριαρχία της ἁπλωνόνταν σὲ ὅλο σχεδὸν τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Τὸ θεῖο ὅμως καὶ σωτήριο κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ μὲν τοὺς Ἰουδαίους ἦταν σκάνδαλο, γιὰ δὲ τοὺς ἐθνικοὺς μωρία. Γι᾿ αὐτό, τυφλωμένοι ἀπὸ τὴν πλάνην καὶ τὴν ἀσέβειαν, ἐδίωξαν, μὲ μῖσος καὶ μανία, τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ.
Σκληροὶ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες αἱματοκύλησαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Στὰ μαρτυρικὰ καὶ ματωμένα αὐτὰ χρόνια βασίλευσε ὁ ἄγριος καὶ αἱμοβόρος Διοκλητιανός (284-305). Σκληροί, ἐπίσης, ἦταν καὶ οἱ συνάρχοντές του Αὔγουστος, Μαξιμιανὸς Αὐρήλιος (293-305), καθὼς καὶ ὁ γαμπρός του Καῖσαρ Γαλέριος Μαξιμιανός. Ἀκόμα ὁ Μαξέντιος καὶ ὁ Μαξιμίνος. Ἡ βασιλεία τοῦ Διοκλητιανοῦ ἔμεινε στὴν ἱστορία, γιὰ τοὺς φοβεροὺς διωγμούς της ὡς ἡ «ἐποχὴ τῶν Μαρτύρων».
* * *
Αὐτοὺς τοὺς χρόνους ζῆ ἕνας Ἕλληνας συγκλητικός, στρατηλάτης στὸ ἀξίωμα, ὁ Γερόντιος. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπίσημη γενιά.
Σὲ κάποιο παλιὸ χειρόγραφο ἀναφέρεται ὅτι γεννήθηκε στὴν Σεβαστούπολη τῆς Μικρῆς Ἀρμενίας. Ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ κάθε μέρα προσευχόταν στοὺς ψεύτικους θεούς, μὲ σπονδές, θυμιάματα καὶ θυσίες. Ἡ σύζυγός του ὀνομαζόταν Πολυχρονία καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν γνωστὴ Λύδδα (Διόσπολη) τῆς Παλαιστίνης. Ἀπὸ φημισμένο καὶ ἀρχοντικὸ γένος καὶ ἐκείνη. Οἱ γονεῖς της εἶχαν βαθειὰ καὶ μεγάλη εὐσέβεια. Ἦταν γυναίκα σεμνή, καὶ γενναία. Στολισμένη μὲ ἐκείνη τὴν ἐσωτερικὴ καὶ πνευματικὴ σοφία. Ἔλαμπε ἡ ψυχή της ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη στὸν Χριστό. Ἀλλὰ καὶ ἡ φυσικὴ ὡραιότητα τὴν ἔκανε πανέμορφη σὲ ὅλα. Ἦταν πλημμυρισμένη ἀπὸ σωφροσύνη, καλοσύνη καὶ γλυκύτητα. Ἀπ᾿ ὅλα πιὸ πολὺ αὐτὴ ἡ ἀγγελόψυχη ἀγαποῦσε μὲ θεῖον ἔρωτα τὴν προσευχή, καὶ τὴν ταπείνωση. Ὁ χρόνος της κυλοῦσε ἀνάμεσα στὴν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καὶ στὴν δοξολογία, τοὺς ὕμνους καὶ τὴν εὐχαριστία. Ἔτρεφε τὴν ψυχής μελετώντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ τὸ ἱερὸ Ψαλτήρι, «ἡμέραν καὶ νύκτα». Τὴ δὲ ζωή της, ρύθμιζε σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Κυρίου. Πῶς νὰ μὴ λάμψει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα της; Πῶς νὰ μὴ χαριτωθεῖ; Ἔτσι σιγὰ-σιγά, ἀξιώνεται πνευματικῶν δωρεῶν καὶ θείων χαρισμάτων.
Τὶς προσευχές, καὶ τὶς ἀγρυπνίες της ἡ μακαρία Πολυχρονία, τὶς συνόδευε μὲ ἐγκράτεια καὶ νηστεία. Ἔτσι, ἀποσπασμένος ὁ νοῦς της ἀπὸ τὴν γῆ, ὑψωνόταν στὸν οὐρανὸν καὶ βυθιζόταν στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Καὶ καταυγαζόταν ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς, καὶ γινόταν δοχεῖο τοῦ Παρακλήτου. «Εἰρήνη πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσι τὸν νόμον Σου». (Ψαλμ. ΡΙΗ´ 118, 165).
* * *
Ἔτσι ἦταν οἱ χριστιανοὶ ἐκείνων τῶν χρόνων. Ταπεινοί, εἰρηνικοί. Εὐλογημένοι ἄνθρωποι. Προσεύχονταν μὲ κατάνυξη. Μελετοῦσαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐργάζονταν τίμια, μὲ ὑπομονὴ καὶ προσευχή. Ἐκείνους τοὺς πονεμένους χρόνους, ἡ ταπείνωση ἦταν τὸ κόσμημά τους. Καὶ ἡ ψυχή τους, «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ», καθαριζόταν ἀπὸ τοὺς διωγμούς, καὶ τὰ μαρτύρια.
Μετέδιδαν τὴν χάρη καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ σὲ ὅσους τοὺς πλησίαζαν. Καὶ γεύονταν οἱ ψυχές τους, τὴν δικιά τους οὐράνια γλυκύτητα, καὶ μποροῦσαν μὲ μιὰ ἁπλότητα νὰ στέκονται ἐκεῖ ποὺ αὐτοὶ βρίσκονταν παντοτινά, στὸν Παράδεισο, κοντὰ στὸν Χριστόν, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
* * *
Ἡ θεία Πολυχρονία ζοῦσε ὡς «πάροικος καὶ παρεπίδημος» σὲ αὐτὴ τὴν γῆ. Ὁ νοῦς της ἦταν ὑψωμένος στὴν οὐράνια ζωή, καὶ τὰ μέλλοντα ἀγαθά. Ψυχὴ ἀδάμαστη, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γιατί, ὅποια καὶ ἄν εἶναι ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ σκληρότητα ποὺ μᾶς περιβάλλει, ὅλα μέσα στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ γίνονται εἰρηνικά, γαλήνια καὶ χαρούμενα. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, πραότης, γλυκύτητα, καὶ διδάσκει τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, καὶ γιὰ τὸ πλησίον. Ἔτσι μεταμόρφωνε «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» τὸν γύρω χῶρό της, καὶ στὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον τοῦ συζύγου της ἄφηνε νὰ διαχέεται ἡ πάντερπνος ὀσμὴ τῆς πνευματικῆς εὐωδίας. Πίστη ζωντανή, καὶ ἁγιότητα ἀληθινή!
* * *
Τὸ 280 μ. Χ. περίπου γεννᾶται ὁ Γεώργιος. Ἡ θεοτίμητη Πολυχρονία καὶ ὁ Γερόντιος γέμισαν ἀπὸ χαρά, καὶ εὐφροσύνη. Γεννήθηκε, πιθανώτατα, στὴν εὐλογημένη μητρικὴ γῆ, τὴν Λύδδα, καὶ ἔπειτα μετοίκησαν στὴν Καππαδοκία. Ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τῆς ζωῆς του φάνηκε ὅτι ἦταν «ἡγιασμένος ἐκ κοιλίας μητρός». Μιὰ ἐξαιρετικὴ θεία ἐπιστασία καὶ σημεῖα διάφορα συνόδευαν αὐτὸ τὸ παιδί, ἀπὸ τὴν τρυφερή του ἠλικία. Ἀρχαῖο κείμενο ἀναφέρει, ὅτι ἕνας ἐνάρετος καὶ ἅγιος ἰερωμένος προεῖπε στὴν μητέρα του γιὰ τὴν ἁγία του γέννηση. Τῆς μίλησε γιὰ τὴν εἰδικὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία, ποὺ θὰ εἶχε ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ γιὰ τὴν δόξα ποὺ θὰ τὸν περιέβαλλε. Μέγα καύχημα τῆς Ἐκκλησίας στοὺς αἰῶνες! Τῆς ὑπέδειξε ἀκόμα καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ὄνομά του, τὸ συμβολικό, Γεώργιος.
Ἡ Ἁγία Πολυχρονία μεγάλωνε κρυφὰ τὸν γιό της «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Τοῦ μετέδιδε τὴν θέρμη τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό, καθὼς καὶ τὴν βαθειὰ εὐλάβειά της. Μὲ τὴν ἁγία ζωή της καὶ τὸ παράδειγμά της, μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν ἀκλόνητη πίστη της, εὐλαβικά, μὲ φόβο Θεοῦ ἔσπερνε τὸν θεῖο σπόρο στὴν καθαρὴ καρδιὰ τοῦ μικροῦ Γεωργίου. Τοῦ μιλοῦσε κρυφά, καὶ μυστικά, γιὰ τὸν Κύριο. Τὸν παιδαγωγοῦσε μὲ τὸν διακριτικό τρόπο της καὶ τὶς θαυμαστὲς διηγήσεις, μὲ τὰ ἡρωϊκὰ κατορθώματα τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἀσκητῶν.
Φρόντισε ἀπὸ μικρὸν ἀκόμα, νὰ τοῦ δώσει τὸ ἅγιον Βάπτισμα, σὲ ἕνα μοναστήρι μὲ ἐπίσκοπο καὶ ἱερεῖς, ὅπως ἀναφέρεται σὲ ἱερὸ κείμενο. Ἡ καταυγασμένη ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς μορφὴ τῆς Πολυχρονίας, φώτιζε τὸν ἀληθινὸ δρόμο τοῦ μικροῦ Γεωργίου πρὸς τὸν Θεό. Ἔβλεπε, πού, ὁ νοῦς καὶ ὁ λογισμός της ἦταν γυρισμένος συνέχεια στὸ Θεό, καὶ στὴν ἀιωνιότητα, ἔβλεπε τὴν ἀσκητικότητα, τὴν πίστη καὶ κάθε ἀρετὴ πάνω της, καὶ ἐκεῖνος, μιμούμενος τὸ ἅγιον παράδειγμά της, τὴν ἀντέγραφε σὲ ὅλα. Ἀγαποῦσε τὶς ἱερὲς συνάξεις καὶ ἔτρεφε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μὲ φόβο Θεοῦ, ταπείνωση καὶ πολλὴ κατάνυξη. Συμπονοῦσε ὅπως καὶ ἡ μητέρα του, τοὺς ἀναγκεμένους, τοὺς πονεμένους καὶ καταφρονεμένους.
Ἀπὸ τὸν πατέρα του Γερόντιο, ἔμαθε νὰ ἀγαπᾶ τὶς γενναῖες πράξεις τῶν πολεμιστῶν. Αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ ἀκολουθήσει τὴν στρατιωτικὴ τέχνη.
* * *
Στὴν κατάλληλη ἡλικία, ὁ Γεώργιος κατατάχθηκε στὸν ρωμαϊκὸ στρατό. Ἐκεῖ θὰ διαπρέψει μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν γενναιότητά του. Ἔγινε περιζήτητος, καὶ ὅλοι τὸ θεωροῦσαν τιμή τους νὰ βρίσκονται κοντά του. Νὰ μιλοῦν μαζί του. Ἦταν περίπου τὸ 299. Οἱ Ρωμαῖοι μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Γαλέριο Μαξιμιανό, Καίσαρα καὶ γαμπρὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, κηρύττουν τὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ βασιλέως Ναρσῆ τῆς Περσίας. Θιγμένος ὁ Καῖσαρ, ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἦττά του, ζητᾶ νὰ πάρει πίσω τὰ χαμένα ἐδάφη καὶ τὴν τιμή του.
Στὸν ρωμαϊκὸ στρατό, διακρίνεται γιὰ τὴν τόλμη καὶ τὸν ἡρωϊσμό του ὁ νεαρὸς Γεώργιος, λαμβάνοντας καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ τριβούνου. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τὴν μητρικὴ εὐλογία, πέτυχε λαμπρὲς νίκες. Στὴν ἡλικία μόλις τῶν 18 χρονῶν, γοητευμένος ἀπὸ τὴν ἀνδρεία του καὶ τὴν ἀρετή του, ὁ Διοκλητιανὸς τὸν ἔκαμε Δούκα (διοικητή) μὲ τὸν τίτλο τοῦ Κόμητα στὸ τάγμα τῶν Ἀνικιώρων τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς: «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπῶς διαπρέψας τοῦ τῶν σχολῶν μετὰ ταῦτα πρώτου τάγματος κόμης κατ᾿ ἐκλογὴν προεβλήθη».
* * *
Ὑπερήφανος γιὰ αὐτὲς τὶς διακρίσεις καὶ τὶς τιμὲς στὸν γιό του ὁ Γερόντιος τὸν παρακαλεῖ νὰ μεταβοῦν στὸν ναὸ τῶν θεῶν καὶ νὰ τοὺς προσφέρουν θυσίες καὶ θυμιάματα. Ἔπρεπε νὰ τοὺς εὐχαριστήσουν ποὺ τοὺς ἔκαμαν τόσο μεγάλες τιμές, σὲ τέτοια ἡλικία.
Ὁ Γερόντιος δὲν γνώριζε ὅτι ὁ γιός του Γεώργιος ἦταν χριστιανός. Ἔτσι σὲ αὐτὰ τὰ πατρικὰ λόγια, ἐκεῖνος ὑπομειδίασε καὶ σὰν νὰ στέναξε λιγάκι, τοῦ λέει: Δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω στὸν ναὸ τῶν θεῶν σου, γιατὶ εἶναι πλάνη νὰ θυσιάζεις σὲ πελεκητὲς πέτρες. Δὲν εἶναι αὐτοὶ οἱ θεοί, ποὺ ἔκαναν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ. Αὐτὰ εἶναι εἴδωλα δαιμόνων, ποὺ χάνονται καὶ τὰ ἴδια, καὶ ὅσοι πιστεύουν σὲ αὐτά. Ἄκου τὶ λέει ἡ Ἁγία Γραφή, γιὰ αὐτά· Τοὺς μιλᾶς καὶ δὲν σὲ ἀκοῦνε. Τοὺς γνέφεις καὶ δὲν σὲ βλέπουν. Πέφτουν κάτω καὶ δὲν σηκώνονται. Πῶς μποροῦν ἔτσι νὰ βοηθήσουν ἄλλους; Ἄν θέλεις, ἄκουσέ με, πατέρα μου. Ἐγὼ γνώρισα τὸν ἀληθινὸ Θεό, μέσα ἀπὸ τὶς ἁγίες Γραφές, καὶ αὐτὸν προσκυνῶ καὶ δοξάζω, ποὺ ἔκαμε τὸν οὐρανὸ καὶ ἐμᾶς καὶ ὅλη τὴν γῆ. Ἔλα νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ νὰ ζήσουμε τὴν αἰώνια ζωή, καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, θὰ μᾶς σώσει, γιατὶ ἀγαπᾶ ὅλους ὅσοι ἐλπίζουν σὲ Αὐτόν. Ἄκου καὶ τοῦτο· Ὁ Παῦλος, ποὺ ἦταν κάποτε διώκτης τῆς Ἐκκλησίας, ἄφησε τοὺς διωγμούς, καὶ ἔγινε διδάσκαλος, ὅταν ἦλθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ πάνω του. Καὶ συμβούλευε τὰ καλὰ ἔργα καὶ ἀγαθά, γιατὶ πίστεψε βαθιὰ καὶ ἀγάπησε τὸν Ἰησοῦ Χριστό...
Ὅταν ἡ μητέρα του Πολυχρονία ἄκουσε αὐτὰ τὰ σοφὰ λόγια ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ παιδιοῦ της, ἔνιωσε μιὰ ἀνεκλάλητη χαρά, καὶ εὐφροσύνη. Καὶ μὲ καρδιὰ ἀγαλλόμενη δόξασε τὸν Θεό. Ὁ Γερόντιος δέ, ὁ πατέρας του, μὲ μεγάλη λύπη στρέφεται πρὸς τὸν Γεώργιο καὶ τοῦ λέει: Ἀλίμονο γλυκό μου παιδί, ποιὸς σὲ δίδαξε αὐτὲς τὶς τρέλες; Δὲν γνωρίζεις ὅτι ἡ θρησκεία τῶν χριστιανῶν εἶναι μιὰ ἀνοησία; Καὶ οἱ θεοὶ θὰ ὀργισθοῦν ποὺ τοὺς ὑβρίζεις, καὶ γρήγορα θὰ σὲ οδηγήσουν στὴν καταστροφή, καὶ τὸν θάνατο. Ἔλα λοιπόν, παιδί μου ἀγαπημένο, καὶ πρόσφερέ τους θυσία.
Ὁ Γερόντιος ἦταν εἰδωλολάτρης, ἀλλὰ κατὰ βάθος ἦταν θεοφοβούμενος καὶ ἄκακος ἄνθρωπος. Ἡ μακαρία σύζυγός του Πολυχρονία προσευχόταν μὲ πίστη θερμή, στὸν Κύριο, νὰ τὸν ὁδηγήσει καὶ αὐτὸν στὴν χαρὰ τῆς θεογνωσίας. Νὰ μὴν πεθάνει μέσα στὴν πλάνη, καὶ χάσει τὴν ψυχή του.
Τὸν ἴδιο πόνο εἶχε γιὰ τὸν πατέρα του καὶ ὁ Γεώργιος, καὶ προσευχόταν καὶ ἐκεῖνος μὲ πίστη νὰ λάμψει τὸ φῶς τῆς ἀληθείας στὴν καρδιά του. « Ὁ Θεός, θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Ἐπίσης καί: πολλὰ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη».
Τὴν ἴδια νύκτα, φανερώνεται ὁ Χριστὸς ἐν ὀπτασίᾳ στὸν Γερόντιο. Γιὰ νὰ δείξει τὴν ἄφατη εὐσπλαγχνία καὶ ἀγαθότητά Του, καὶ νὰ ἐπιστρέψει τὸν Γερόντιο στὴν ἀληθινὴ πίστη, διὰ προφάσεως, τὸν βασανίζει μὲ ἕναν πολὺ ὑψηλὸ πυρετό. Φωνάζει τὸν Γεώργιο καὶ τοῦ λέγει: Παιδί μου, ἀληθινὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν, καὶ ὁ Θεός του μεγάλος καὶ φοβερός. Γιὰ αυτὸ πήγαινε γρήγορα παιδί μου, καὶ ψάξε νὰ βρεῖς μερικοὺς χριστιανούς, νὰ ρθοῦν νὰ παρακαλέσουν, γιὰ νὰ σωθῶ ἀπὸ τὴν βάσανο αὐτή, γιατὶ πολὺ ὑποφέρω
Ὁ Γεώργιος καὶ ἡ μητέρα του Πολυχρονία, ὕψωσαν τὰ μάτια στὸ οὐρανὸ καὶ δόξασαν τὸν Κύριο γιὰ τὸ μεγάλο τοῦτο θαῦμα. Τὸν εὐχαρίστησαν θερμὰ γιὰ τὸ ἔλεος ποὺ δείχνει σ᾿ αὐτοῦς ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ποὺ ὁδήγησε κοντά Του, σὰν τὸν ἄσωτο υἱό, αὐτὸν ποὺ ἴσαμε τώρα ἦταν μακριά Του. Καὶ στρέφεται εὐτυχισμένος ὁ γιὸς πρὸς τὸ πατέρα, λέγοντάς του: Πατέρα μου, ἄν τώρα πιστέψεις στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ πᾶς κοντά Του, ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου τότε, ὄχι μόνο ἀπὸ ἀυτὴν τὴν δοκιμασία θὰ θεραπευτεῖς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἁμαρτίες σου θὰ λυτρωθεῖς, καὶ θὰ ἀξιωθεῖς τῆς αἰωνίου ζωῆς. Γιατί, ὁ ἴδιος λέει: Δεῦτε, καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ (Ἡσ. α´ 18). Καὶ ὁ Γερόντιος μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς του φωνάζει: Πιστεύω στὸν Θεὸ ποὺ μοῦ φανερώθηκε αὐτὴν τὴν νύκτα, καὶ μοῦ φώτισε τὴν ψυχή.
Μιὰ μυστικὴ καὶ οὐράνια χαρά, γέμισε μάνα καὶ γιό. Καὶ ἄστραφτε ὁ Γεώργιος πηγαίνοντας γρήγορα σὲ ἕνα κοντινὸ μοναστήρι νὰ φέρει τοὺς εὐλαβεῖς ἱερεῖς ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐβαπτίσθη καὶ αὐτός, γιὰ τὸ βάπτισμα καὶ τὴν θεραπεία τοῦ πατέρα του. Ἦλθαν ἐκεῖνοι, διάβασαν εὐχές, προσευχήθηκαν καὶ ἔπεσε ὁ ὑψηλὸς πυρετός. Τὸν κατήχησαν, καὶ στὴν συνέχεια τὸν βάπτισαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐλευθερωμένος ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλάνης καὶ τῆς εἰδωλολατρίας, νιώθει τώρα νὰ τὸν καλύπτει μιὰ ὑπερκόσμια ἀγαλλίαση καὶ γλυκύτητα, καὶ μιὰ ἀνείπωτη χαρά. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σκήνωσε ἐντός του καὶ κατηύγασε τὴν καρδιά του μὲ φῶς καὶ τὸν πλήρωσε ἀπὸ τὴν ἄρρητη εὐωδία Του. Τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ Χριστός, ἐπειδὴ ἦταν ταπεινός, καὶ ἄκακος. Πλημμυρισμένος εἰρήνη κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καὶ ἔνιωσε ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν. Ἡ πίστη του στηρίχθηκε στὸν Χριστό, ὄχι σὲ λόγια ἀνθρώπινης σοφίας, ἀλλ᾿ ἐν ὑποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμει (Α´ Κορ. β´ 4).
Ζώντας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ παρηγορημένος ἀπὸ αὐτήν, ὁ Γερόντιος πορεύθηκε εἰρηνικῶς πρὸς τὸν θάνατον μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες καὶ κηδεύτηκε μὲ εὐχὲς καὶ ὑμνωδίες, κατὰ τὴν ἀποστολικὴ πράξη.
Ὅπως ἀναφέρει κάποιο παλαιὸ κείμενο, ὁ Γεώργιος φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, γκρέμισε τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρὰ εἴδωλα τοῦ πατέρα του, καὶ μοίρασε τὰ πολύτιμα πετράδια, τὸ χρυσό, καὶ τὸ ἀσήμι, στὶς χῆρες, τὰ ὀρφανὰ καὶ τοὺς πτωχούς.
Ἕνας Ἕλληνας σχολαστικός, ὀνόματι Σιλβανός, τὸν κατήγγειλε γιὰ αὐτὸ στὸν δούκα Βαρδάνιο. Ἐκεῖνος τὸν κάλεσε σὲ ἀπολογία, ἀλλὰ ἀναγκάστηκε νὰ τὸν ἀφήσει ἐλεύθερο, ἐπειδὴ εἶχε πολλὲς διοικητικὲς ὑποχρεώσεις. Ἦταν καὶ κατώτερος στὸν βαθμό, καὶ ἔτσι ἁπλὰ τοῦ συνέστησε σύνεση καὶ ὑπακοὴ στοὺς αὐτοκρατορικοὺς νόμους, γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ συμφέρον του. Ὁ δὲ τοῦ Χριστοῦ γνήσιος δοῦλος τοῦ ἀπαντά: Γιὰ τὸ συμφέρον μου θὰ μερινήσει ὁ Κύριος.
* * *
Ὁ θεῖος Γεώργιος, μὲ τὶς νίκες, τὴν ἀνδρεία του τὴ μεγάλη, καὶ τὴν σπάνια ἀρετή του, ἀπέκτησε φήμη τρανή, καὶ ἀνέβηκε γρήγορα στὰ ἀνώτατα στρατιωτικὰ ἀξιώματα. Ὅμως, πέρα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐξωτερικά, ἦταν στολισμένος μὲ τὶς ἄφθαρτες ἀρετές. Ἡ σύνεση καὶ ἡ θεϊκὴ σοφία του, δὲν ἦταν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Πάνω του εἶχε μιὰ ταπείνωση. Ἦταν δίκαιος, εὐγενὴς καὶ εὐπροσήγορος. Ἀλλὰ μέσα του ἔλαμπε περισσότερο ἡ θερμὴ πίστη του καὶ ἡ μεγάλη καὶ δυνατὴ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ζοῦσε ζωὴ ἀσκητικὴ καὶ ἁγία, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Πολυχρονία. Ἐκείνη, ἐλεύθερη πιά, ἦταν ὁλότελα δοσμένη στὸν Χριστό. Ἀσκοῦνταν στὴν προσευχή, καὶ στὰ ἀγαθὰ ἔργα. Ἐλεήμων στὸ ἔπακρον, μοίραζε ἄφθονα τὰ πλούτη της. Ἡ ἀγάπη της ἦταν ἀπεριόριστη. Τοὺς ἀγκάλιαζε ὅλους σὰν ἀληθινὴ μητέρα. Τὴν χαρά, καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε μέσα της, τὴν μετέδιδε πλούσια σὲ ὅσους τὴν πλησίαζαν. Γύρω της, ὅλα ἦταν ἕνας Παράδεισος, γιατὶ ἐσκόρπιζε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἀγάπη σοφία γλυκύτητα καὶ ἀνδροπεπῆ τρυφερότητα. Ἔτσι φανερώνονταν ὅλα τὰ πνευματικά, καὶ ψυχικὰ χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα τὴν εἶχε προικίσει ὁ Θεός.
Παρακολουθοῦσε μὲ μητρικὴ ἀγάπη τὴν λύπη τοῦ καθενὸς ποὺ τὴν πλησίαζε. Πήγαιναν κοντά της πὼς πάντα θὰ τοὺς ἔνιωθε. Ὅλους τοὺς παρηγοροῦσε. Δὲν ἀπόπαιρνε ποτὲ κανέναν. Καὶ ἄς ἦταν εἰδωλολάτρης ἢ ἀλλόφυλος. Πτωχός, ἢ πλούσιος. Δοῦλος ἢ ἐλεύθερος. Καὶ τοὺς δέχονταν μὲ μεγάλη καλωσύνη καὶ πολλὴ στοργή, καὶ τοὺς ἀνέπαυε. Κανεὶς δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ σπίτι της μὲ ἄδεια τὰ χέρια καὶ τὴν καρδιά, χωρὶς ἐλπίδα καὶ παρηγοριά.
Ἡ συζήτηση μαζί της ἦταν ἰδιαίτερα ψυχοφελής. Ὁ λόγος της θέρμαινε καὶ τὶς πιὸ ψυχρὲς καρδιές, τὶς ἀπάλυνε, τὶς φώτιζε πνευματικά, τὶς στήριζε μὲ τὴν ἁγία ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ἦταν τὸ ἀσφαλὲς καταφύγιο καὶ τὸ στήριγμα τῶν θλιβομένων καὶ ἀπελπισμένων, ἡ ἀναύπασις δὲ ὅλων τῶν κοπιώντων καὶ πεφορτισμένων ἀδελφῶν. Ἡ καρδιά της εἶχε γίνει ναὸς τοὺ Κυρίου καὶ ὁ νοῦς της θρόνος Του. Μὲ ταπείνωση εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα καὶ ἔτσι ζοῦσε μὲ τὸν Θεό. Τὰ πλούσιά της αὐτὰ χαρίσματα τὰ εἶχε κληροδοτήσει στὸν γιό της Γεώργιο. Ἔτσι πορευόταν, ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, ζώντας μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Τὸ 302 ὁ Καῖσαρ Γαλέριος ξανακτύπησε τὸν Ναρσῆ τῆς Περσίας, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπανακτήσει ὅ,τι εἶχε χάσει. Ὁ ἔνδοξος Γεώργιος καὶ πάλι πρῶτος, δίπλα στὸν Καίσαρα καὶ τοὺς ἀρχιστρατήγους του, σύμβουλος καὶ βοηθὸς πολύτιμος. Γεμάτος δύναμη, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς μητέρας του, πολεμοῦσε ἀτρόμητα καὶ κέρδιζε νέες νίκες καὶ δόξες.
Ὁ στρατηλάτης Γεώργιος ἀναδεικνύεται ὁ ἐνδοξότερος καὶ περισσότερο ἀγαπημένος στρατηγὸς τοῦ αὐτοκράτορος, καθὼς καὶ τοῦ στρατεύματος καὶ τοῦ λαοῦ ὁλοκλήρου. Αὐτὸς ὅμως παραμένει ἁπλὸς καὶ ταπεινός, στερεωμένος στὸν Χριστό. Μακριὰ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸν ἐγωϊσμό. Τὸν διακρίνει ἡ ταπεινὴ σοφία, δώρημα τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν πιὸ πολύ, ἀπὸ κάθε τι ἄλλο στὸν κόσμο.
* * *
Πέρασε λίγο καιρός, ἀπὸ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν. Ὁ Διοκλητιανός, πιεζόμενος ἀπὸ τὸν γαμπρό του Γαλέριο, συγκαλεῖ συμβούλιο στὴν ἕδρα του, στὴν Νικομήδεια, στὶς 24 Φεβρουαρίου τοῦ 303, μὲ εἰδικὸ διάταγμα. Κάλεσε ὅλους τοὺς μεγιστάνες, τοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς ἀξιωματικούς του, μαζὶ καὶ τὸν συνάρχοντά του Μαξιμιανὸ Αὐρήλιο, τὸν Μαγνέντιο καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους. Τοὺς συγκέντρωσε ἐκεῖ σὰν σὲ πραιτώριο μὲ τὸν Καϊάφα, γιὰ νὰ ἀποφασίσουν μὲ ποιὸν τρόπο θὰ πολεμήσουν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Ἔστειλε ἀκόμα γράμμα σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία, συνιστώντας τὴν προσκύνηση τῶν εἰδώλων καὶ ἀπειλώντας μὲ σκληρὲς τιμωρίες αὐτοὺς ποὺ δὲν θὰ ὑπακούσουν.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, μέσα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν ταραχή, προβλέπει τί θὰ ἀκολουθήσει. Ἔτσι μοιράζει τὰ χρήματά του στοὺς πένητες, τοὺς δυστυχισμένους καὶ ἀναγκεμένους ἀδελφούς. Κανονίζει ἐπίσης μὲ τὴν μητέρα του νὰ περιέλθει ὅλη ἡ περιουσία του στὴν ἐκκλησία, καὶ ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη.
Ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ὅλοι, κάθησαν φοβισμένοι γιὰ τὸ συμβούλιο. Τὸν λόγο ἔλαβε πρῶτος ὁ Διοκλητιανός, ποὺ ἀφοῦ ὕμνησε τοὺς ψεύτικους θεούς, προέτρεψε ὅλους νὰ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα. Συνέστησε δέ, νὰ βασανίζουν τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Ὅλοι μὲ προθυμία δέχτηκαν τὶς διαταγὲς τοῦ αὐτοκράτορος. Ἀλλὰ σὲ αὐτὸ τὸ πηκτὸ σκοτάδι τῆς πλάνης ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς Γεώργιος, ἀκτινοβολοῦσε σὰν ἥλιος λαμπρός. Καὶ φώτιζε ὅλους γύρω του, μὲ τὴν σοφία καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε μέσα του πλούσια. Βλέποντας τὸν Θεὸ νὰ περιφρονεῖται καὶ τοὺς δαίμονες νὰ τιμῶνται, ζῆλος θεοσέβειας κατάκαψε τὴν ψυχή του.
Θυμήθηκε τότε τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ: Εἶδον ἀσυνετοῦντες καὶ ἐξετηκόμην, ὅτι τὰ λόγια σου οὐκ ἐφυλάξαντο (Ψαλμ. ριη´ 158). Ἔλυωνε σὰν ἔβλεπε ἀνθρώπους χωρὶς σύνεση νὰ περιφρονοῦν τὸν Θεό, ἤ νὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ θεῖα λόγιά Του. Προσεύχονταν γιὰ αὐτούς, καὶ στὸν νοῦ του ἔφερνε λόγια ἀπὸ τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο, καὶ ἔτσι ἐστερέωνε τὴν καρδιά του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ συλλογίζοταν, ὅτι ὁ νυμφώνας εἶναι ἕτοιμος, ὅπως καὶ ὁ δεῖπνος. Σὰν νὰ ἀκούει τὸν ἴδιο τὸν Κύριο νὰ τοῦ λέει: Νὰ μὴ φοβᾶσαι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν ψυχή, δὲν μποροῦν νὰ τὴν βλάψουν σὲ τίποτε. Καὶ ἀκόμα: Ὅποιος μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸν καὶ ἐγὼ θὰ ὁμολογήσω μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς. Συλλογιζόταν: Γεώργιε, μὴ ἀργοπορεῖς. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τώρα ἐδώ. Ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ φθαρτά, καὶ τὰ γήϊνα, εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὰν τὸ ἄνθος ποὺ μαραίνεται. Κὰνε λίγο ὑπομονή, καὶ μετὰ θὰ ἀγάλλεσαι εὐτυχισμένος μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους! Αὐτὰ ἔλεγε μέσα του ὁ μακάριος, καὶ στήριζε τὸν λογισμό του, περιφρονώντας κάθε βάσανο καὶ κάθε ἀπειλή, μαζὶ καὶ τὸν θυμὸ τοῦ βασιλέως.
* * *
Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ συνεδρίαζε ἡ σύγκλητος, καὶ ὅλοι οἱ μεγιστάνες μὲ τὸν αὐτοκράτορα, σηκώνεται ὁ ἀληθινὸς στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος μὲ θάρρος καὶ ἀντρειώσυνη περισσὴ γιὰ νὰ ὑπερασπιστεὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Στηλιτεύει τοὺς μάταιους διαλογισμούς τους καὶ τὶς σκοτισμένες καὶ ἀσύνετες καρδιές τους, χαρακτηρίζοντας τὴν συναγωγή, ὡς πονηρά, καὶ ἀσεβῆ. Τοὺς καλεῖ νὰ ἀρνηθοῦν τοὺς θεούς τους, τὰ ξέπνοα εἴδωλα τῶν ἀκαθάρτων δαιμόνων, καὶ τοὺς καλεῖ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ φωτισθοῦν ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς, καὶ νὰ ζήσουν ἐλεύθεροι σὰν καὶ αὐτόν. Ἄστραφτε σὰν Ἄγγελος καθὼς μιλούσε παλληκαρίσια καὶ θαρρετά, δίχως φόβο κανένα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν ἤρεμο καὶ διάχυτο ἀπὸ μιὰ ἀλλόκοτη οὐράνια χαρά.
Ὁ Μαγνέντιος, κοιτώντας τον καλά, τὸν ἐρωτᾶ: Ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ στέκεις μὲ τόση τόλμη σὲ αὐτὸ τὸ φοβερὸ βῆμα; Πῶς σὲ λένε; Καὶ ἐκεῖνος, ἤρεμα καὶ μὲ εὐθύτητα τοῦ ἀπαντᾶ: Τὸ πρῶτο καὶ τιμημένο μου ὄνομα εἶναι χριστιανός. Τὸ ἄλλο μου ὄνομα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἤθελε ὁ Θεός, εἶναι Γεώργιος. Καὶ συνέχισε νὰ κηρύττει τὸν ἀληθινὸ Θεό, στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὁ Διοκλητιανός, παρατηροῦσε ἐπὶ ὥρα τὴν ἀρρενωπὴ ὀμορφιὰ καὶ τὴν γλυκύτητα τῆς μορφῆς τοῦ Γεωργίου. Τὸ ἄνθος τῆς νεότητος, τὴν κορμοστασιά. Τὸν εἶχε συμπαθήσει ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή. Γοητευμένος θαύμαζε τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν παλληκαριά του. Τὴν εὐγενικὴ ἀρχοντιά του καὶ τὴν καθαρότητα τῶν ματιῶν του, ποὺ ἀντιφέγγιζε κάτι ἄγνωστο καὶ πρωτόγνωρο γιὰ αὐτόν. Τώρα, μὲ ἠρεμία καὶ καταδεκτικότητα, προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ θυσιάσει στοὺς ψεύτικους θεούς. Τοῦ μιλεῖ γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν φρόνηση ποὺ ἐπέδειξε μέχρι σήμερα. Γιὰ τὶς τιμὲς ποὺ ἔλαβε, καὶ γιὰ πιὸ μεγάλες ἀκόμα, ποὺ θὰ λάβει ἄν προσκυνήσεῖ τὰ εἴδωλα. Καὶ ὁ Γεώργιος τοὺ ἀπαντᾶ μὲ λόγια ποὺ τὰ βάζει στὸ στόμα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: Καὶ οἱ τιμές σου, καὶ οἱ ἀτιμίες σου βασιλιᾶ, γιὰ μένα εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Γιατὶ ὅλα σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο εἶναι φθαρτά, καὶ πρόσκαιρα. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος κόσμος, ἄφθαρτος, ἀληθινός, αἰώνιος. Ἔλάτε καὶ σεῖς νὰ καταυγασθεῖτε ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Νὰ γνωρίσετε τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖτε. Ὁ Διοκλητιανός, ἔκανε πὼς δὲν τὸν συνερίστηκε, καὶ μὲ γλυκόλογα τὸν παρακαλεῖ νὰ λυπηθεῖ τὴν νεότητα καὶ τὴν ὀμορφιά του, καὶ νὰ μὴν χαραμίσει τὴν ζωή του, τώρα ποὺ εἶναι τόσο εὐχάριστη. Ἀλλὰ ὁ πολυθαύμαστος Γεώργιος τοῦ λέει: Ὄχι βασιλιᾶ, αὐτὸ ποὺ νομίζεις δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ χαρά, καὶ ἀγαλλίαση. Καὶ δι᾿ αὐτοῦ ἐμεῖς κερδίζουμε τὴν ἀιώνια ζωή, καὶ τὴν ἀΐδιον μακαριότητα, ἃ ὀφθαλμὸς οὐ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη –δηλαδή, ὅπου μάτι δὲν τὰ εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε, καὶ ποὺ δὲν τὰ ἔνιωσε ἡ καρδιὰ κανενός ἀνθρώπου. Ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεός, γιὰ ὅσους πιστέψουν στὰ λόγια Του καὶ τὸν ἀγαπήσουνε.
Οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου ἔμοιαζαν ὅπως λέει καὶ ὁ Δαβίδ, πότε μὲ βολίδες, καὶ πότε ἦσαν ἁπαλοὶ ὑπὲρ ἔλαιον. Φρύαξε ὁ Διοκλητιανός, ἀπὸ αὐτὰ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἁγίου. Καὶ σὰν εἶδε πόση ἀσάλευτη καὶ ἀμετακίνητη ἦσαν ἡ πίστη του στὸν Χριστό, ἀγρίεψε σὰν θεριό, καὶ πρόσταξε νὰ τὸν δέσουν πισθάγκωνα σὲ ἕναν ξύλινο κορμό, καὶ νὰ ρίχνουν πάνω του τὰ ἀκόντιά τους.
* * *
Καὶ στάθηκε ὁ Γεώργιος, σὰν τὸν Χριστό μας, νὰ τὸν βασανίσουν. Προσευχόμενος ὁλόψυχα, καὶ ὑπομένοντας μὲ ταπείνωση, ἔλεγε: Σὲ εὐχαριστῶ Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ μὲ ἀξίωσες αὐτῆς τῆς χάριτος. Δός μου πίστη ἀκλόνητον, καὶ φύλαξόν μου τὴν ψυχή, ἐκ τοῦ διαβόλου. Τότε συνέβη κάτι θαυμαστό. Ὅλα τὰ κοντάρια ποὺ ἔπεφταν πάνω του, γύριζαν πίσω, χωρὶς νὰ ἀγγίζουν τὴν ἁγιασμένη σάρκα του!
Ἀλλόφρων ὁ τύραννος, διατάζει νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ νὰ τοῦ δέσουν μὲ βαρειὲς ἀλυσίδες χέρια καὶ πόδια, τεντώνοντάς τον ἀνάσκελα. Διατάσσει ἀκόμα, νὰ πλακώσουν τὸ στήθος του μὲ ἕναν ἀσήκωτο λίθο. Ἔτσι πίστευε ὁ δυσσεβής, ὅτι ὁ καρτερόψυχος δοῦλος τοῦ Θεοῦ θὰ πέθαινε ἀμέσως.
Στρατιῶτες ἔφεραν μὲ πολὺ κόπο τὸν λίθο, καὶ τὸν τοποθέτησαν στὸ στῆθος τοῦ Ἁγίου. Καὶ ἐκεῖνος δὲν ἔπαυε νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Θεό: Σὲ εὐχαριστῶ Κύριε καὶ Θεέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες τοιούτου βάρους ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Κάνε το δὲ στηριγμό, στὸ ἀμετακίνητο τῆς ἀγάπης μου σὲ Σένα.
Ὅλη νύκτα ἔτσι δα ἦταν, παραδομένος στὴν προσευχή. Πληγωμένος ὄχι ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ λίθου, ἀλλὰ τετρωμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τὸ ξημέρωμα ὁ Διοκλητιανὸς πληροφορήθηκε ὄτι ὁ Γεώργιος ἔμεινε ἄθικτος ἀπὸ ἐκείνη τὴν πέτρα, ζήτησε νὰ τὸν δεῖ. Τὸν καλόπιανε μὲ γλυκόλογα μήπως καὶ τὸν κέρδιζε, σὰν διαλεκτός, καὶ πολύτιμος στρατηγός, ποὺ ἦταν. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔμενε ἀμετακίνητος, σὰν ἐκείνη τὴν πέτρα ἀποβραδύς.
Μπῆκε ὁ σατανᾶς, μέσα στὸν τύραννο, καὶ ζήτησε καὶ τοῦ ἔφτιαξαν ἕναν τροχό, στηριγμένο πάνω σὲ δύο στύλους, ἔτσι ποὺ νὰ γυρίζει στὸν ἀέρα. Μὲ δαιμονικὴ ἔμπνευση, γύρω ἀπὸ τὸν τροχό, φύτεψαν δίστομα μαχαίρια καὶ κοφτερὰ λεπίδια. Ἀπὸ κάτω, καὶ πάνω σὲ ἕνα ξύλο, εἶχαν τοποθετηθεῖ καρφιά, ἄγκιστρα, καὶ ἀκονισμένα σπαθιά, μαζὶ μὲ τρυπάνια. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ πάνω μέρος. Περιστρεφόμενος ὁ τροχός, κατέκοβε καὶ διαμέλιζε ὅποιον εἶχαν δέσει πάνω του.
Ὁλόκληρη ἡ πολιτεία ἀναστατώθηκε. Ὁ πρῶτος ἀξιωματικὸς τοῦ στρατοῦ, ὁ μέγας Γεώργιος, ἦταν χριστιανός! Σὰν μαθεύτηκε ἡ εἴδηση, ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ μαζεύτηκαν κρυφά, στὶς κατακόμβες, καὶ παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα, νὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος δύναμη καὶ ὑπομονὴ ἕως τὸ τέλος. Καὶ πρώτη ἀπὸ ὅλους ἡ τρισμακαρία μητέρα του. Ἄρχισε νὰ προσεύχεται νύκτα καὶ μέρα, μὲ πόνον καρδίας καὶ πολλὰ δάκρυα, ὑψώνοντας τὸν νοῦν της στὸν οὐρανό, μὲ ἀγάπη καὶ πόθο γιὰ τὸν γιό της, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἀπίστους καὶ τυράννους. Γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Καὶ παράστεκε ἡ εὐλογημένη τὸ παιδί της μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφούς, καὶ τὸν στήριζε μὲ τὴν προσευχή, καὶ τὴν παρουσία της. Ὅταν τέλος ἦταν ἕτοιμος ὁ τροχός, πῆγαν καὶ τὸν ἔφεραν. Βλέποντας αὐτὸς τὸ δαιμονικὸ ὄργανο, γύρισε τὰ μάτια του πρὸς τὸν οὐρανό, εὐχαρίστησε ἐκ βαθέων τὸν Κύριον, καὶ ζήτησε τὴν βοήθεια, καὶ τὴν θεία Του χάρη.
Ἐνῶ ἀκόμα προσεύχονταν, μὲ ἕνα νεῦμα τοῦ βασιλιᾶ, σὰν ἄγρια θηρία οἱ στρατιώτες ὅρμησαν καὶ τὸν ἔπιασαν. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τὸν δέσουν στὴν φοβερὴ ἀσπίδα τοῦ τροχοῦ καὶ ἄρχισαν νὰ σφίγγουν μὲ τὰ μάγγανα καὶ τὶς ἀλυσίδες τ᾿ ἁγιασμένα μέλη του. Ἐδῶ νὰ ἰδῆ κανεὶς πίστη μεγάλη, καὶ ἀνδρεία καὶ προθυμία ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε τί! Ἄρχισε νὰ γυρίζει ὁ τροχός, καὶ ὁ νοῦς τοῦ Ἁγίου ἦταν προσηλωμένος ὅλως διόλου στὸν Θεό. Ἡ πολλή του ἀγάπη καὶ ὁ πύρινος πόθος του γιὰ Αὐτόν, πνευματικῶς τὸν ἔκαμε νὰ βγεῖ ἐκτὸς κόσμου. Καὶ τὸ ἄλικο αἶμά του σκέπασε τὸν τόπο ὁλόγυρα ἀπὸ τὶς φρικτὲς πληγές. Κομμάτια ἀπὸ σάρκα πηδοῦσαν στὸν ἀέρα καὶ σκορπίζονταν τριγύρω. Κόκκαλα συντρίβονταν. Πλημμύρισε ἡ γῆ ἀπὸ τὰ αἵματα τοῦ μεγαλομάρτυρος. Νεκρικὴ σιγή, ἀπλώθηκε στὸ πλῆθος ποὺ εἶχε μαζευτεῖ. Ποιανοῦ ἡ καρδιά, νὰ βαστάξει σὲ τέτοιον ἀγῶνα; Καὶ ἔκλειναν ὅλοι τὰ μάτια γιὰ νὰ μὴν βλέπουν. Καὶ τὰ πρόσωπα γύρισαν ἀλλοῦ. Ὁ πόνος τῶν χριστιανῶν ἦταν ἀβάστακτος, καὶ ἀπὸ τὸ πρωί, δὲν εἶχαν βάλει τίποτε στὸ στόμα τους. Μιά ἡ Σαρακοστή, καὶ μιὰ ὁ πόνος τους γιὰ τὸν ἀδελφό τους. Μονάχα μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά τους ἔβγαινε μυστικὰ τὸ: Κύριε ἐλέησον.
* * *
Τὶ θεῖος ἔρωτας, βαθύς, καὶ γνήσιος! Τὶ φρόνημα γενναῖο καὶ ψυχὴ ἁγία κατοικοῦσε σὲ αὐτὸ τὸ πανάγιο σῶμα! Νὰ καταφρονεῖ τὰ πάντα γιὰ τὸν Χριστό, καὶ τὴν αἰωνιότητα! Ὁ Διοκλητιανός, καὶ οἱ δικοί του, βλέποντας τὸν τόπο κατάσπαρτο ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο κορμί, τοῦ θείου ἀθλητοῦ, κοροϊδεύουν τώρα μὲ πολλὴ ὑπερηφάνεια καὶ εἰρωνεία: Κοιτάξετε ὅλοι ἐσεῖς καὶ δεῖτε, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλος θεός, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Δία, τὸν Ἀπόλλωνα, τὸν Ποσειδῶνα, καὶ τὴν Ἄρτεμι. Ποῦ εἶναι ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου; Γιατὶ δὲν ἦλθε νὰ τὸν λυτρώσει ἀπὸ αὐτὰ τὰ βάσανα; Ἐδῶ θὰ ταίριαζε γιὰ τὸν μεγάλο Ἅγιο τὸ ψαλμικό: «Ἐν τῷ καταθλᾶσθαι τὰ ὀστᾶ μου, ὠνείδιζόν με οἱ ἐχθροί μου, ἐν τῷ λέγει αὐτούς μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν. Ποῦ ἔστιν ὁ Θεός σου;» -δηλαδή, ἐνῶ μοῦ σπάνε τὰ κόκκαλά μου, οἱ ἐχθροί μου μὲ κοροϊδεύουν, λέγοντάς μου κάθε μέρα, ποῦ εἶναι ὁ Θεός σου;
Πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὰ ἀνακτορά του ὁ βασιλιάς, πρόσταξε νὰ μὴ ἀγγίξει κανεὶς τὶς σάρκες ποὺ εἶχαν ἀπομείνει στὸν τροχό, γιὰ νὰ ἐξευτελίσει τάχα τὴν πίστη στὸν Χριστό, καὶ πρὸς παραδειγματισμό. Δὲν πέρασε ὅμως πολλὴ ὥρα, καὶ ἕνα φῶς θεϊκὸ φάνηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ ἁπλώθηκε πάνω στὸ ἁγιασμένο λείψανο καὶ ὁλόγυρα. Καὶ ἔλαμψε στὴν γῆ μὲ τα χυμένα αἵματα καὶ τὰ μέλη τοῦ Μάρτυρος μιὰ λάμψη θεϊκή, καὶ γέμισε ἀπὸ τὸ φῶς ἐκεῖνο ὅλος ὁ τόπος! Συγχρόνως, ἀκούστηκε ἀπὸ ψηλά, γλυκειά, καὶ εἰρηνικὴ ἡ φωνή: Ἀνδρίζου Γεώργιε, καὶ ἀδίστακτος ἔσο, πολλοὶ γὰρ πιστεύουσι διὰ σοῦ εἰς ἐμέ. Ὕστερα, μιὰ πρωτάκουστη μυριόστομη ψαλμωδία ἁπλώθηκε στὸν αἰθέρα. Οἱ φρουροὶ στρατιῶτες, κατατρομαγμένοι, ἔφυγαν μακριά. Καὶ εὐθύς, Ἄγγελος Κυρίου ἔρσεται καὶ λύνει τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὸν τροχό. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸν ἐπαναφέρει στὴν ζωή, τὸν ἀσπάζεται ἐν φιλήματι ἁγίῳ, μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ οἰκειότητα καὶ τοῦ λέει: Χαῖρε, σφόδρα Γεώργιε, καὶ πίστευε στὸν Χριστό, ποὺ σὲ δυναμώνει.
Πλημμυρισμένος ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὸ φῶς, ἔμεινεν ἐκστατικός. Δὲν εἶχε τίποτα γήϊνο στὸν νοῦ του, ἀλλὰ ἑνώθηκε ὅλος καὶ ἔγινε ἕνα μὲ τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ θεϊκό, καὶ ἦταν ὅλος γεμάτος εἰρήνη καὶ μιὰ γλυκειά, καὶ ἄρρητη χαρά. Καὶ τὸ φθαρτόν του σκῆνος, γέγονε μέλος ἔκλαμπον, μέλος Ἅγιον ὄντως, μέλος τηλαυγές, καὶ διαυγές, καὶ λάμπον. Ἐνδεδυμένος τὴν λαμπροτάτη στολή, τὴν ἀπαστράπτουσαν αἴγλη ἀθανασίας, λέει αὐτὴν τὴν ποθητὴ στιγμή, τὸν λόγον ἑνὸς Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας: Ἀνέλαβε τὴν σάρκα μου καὶ δέδωκέ μοι Πνεῦμα! Ἐπίσης, μιὰ πάντερπνη εὐωδία σκορπίστηκε γύρω. Ὅταν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατέρχεται στὸν ἄνθρωπο καὶ μπαίνει μέσα μου, γεμίχει τὴν καρδια του μὲ μιὰν ἀνείπωτη χαρά, καὶ συνάμα τὸν πλημμυρίζει μὲ μιὰν ἀνέκφραστη εἰρήνη καὶ Ἅγιον Φῶς.
Καὶ πηγαίνοντας πρὸς τὰ ἀνάκτορα, εὐχαριστεῖ καὶ δοξάζει τὸν Κύριον: Ὑψώσω σε, ὁ Θεός μου ὁ βασιλεύς, καὶ εὐλογήσω τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν αἰῶνα... (Ψαλμ. ρμδ´ 1), καί: Τὰ διαβήματά μου κατεύθυνον κατὰ τὸ λόγιόν σου, καὶ μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία... (Ψαλμ. ριη´ 133). Καὶ προχώρησε ἴσαμε τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνα, ὅπου στέκονταν ὁ βασιλιάς, καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ θυσίαζαν στὰ ψεύτικα εἴδωλα.
Ἕνας ψίθυρος σηκώθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο: Ὁ Γεώργιος! Ὁ Γεώργιος! Καὶ αὐτὸς πλησίασε τὸν βασιλιά, καὶ μὲ πίστη καὶ ζῆλο ἅγιο, τοῦ λέει: Δές, βασιλιά, ποιὸς εἶμαι. Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον κηρύττω, ὁ ἀληθινὸς Θεός, μὲ γλίτωσε ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἀνοῖξτε ταλαίπωροι τὰ μάτια σας νὰ δεῖτε τὸ Φῶς! Ζητήστε νὰ Τὸν γνωρίσετε. Πιστέψτε Τον, θὰ γίνετε καινούριοι ἄνθρωποι καὶ θὰ σώσετε τὴν ψυχή σας. Προσδράμετε τῇ αἰωνίῳ ζωῇ. Καὶ ὁ Κύριος θὰ σᾶς καταστήσει τέκνα φωτός, καὶ συγκληρονόμους μου στὴν Βασιλεία Του.
Ἔκπληκτος ὁ βασιλιᾶς, δὲν ἐννοεῖ τί συμβαίνει. Ἀναρωτιόταν ποιὸς ἄραγε νὰ εἶναι αὐτός, καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ βάλει μὲ τὸν νοῦ του. Ὅλοι πιστεύουν ὅτι πρόκειται γιὰ φάντασμα. Καὶ τὸν ἀποκαλεῖ ἀνόητο καὶ τὸν ἐπιπλήττει, ποὺ τοὺς ἀναστώσε τὴν ὥρα τῆς θυσίας. Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρτυς τὸν διαβεβαιώνει: Ἐγὼ εἶμαι ὁ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος! Βλέπετε καθαρά, τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ μου, πιστέψτε σὲ Αὐτόν, τὸν μόνον ἀληθινὸ Θεό, ποὺ μὲ ἕνα του λόγο κάνει τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ νεκροὺς ἀνασταίνει.
Ἀκόμα δὲν μποροῦν νὰ διανοηθοῦν πῶς συγκολλήθηκαν τὰ κομμάτια τοῦ κορμιοῦ του. Πῶς γιατρεύτηκαν οἱ φρικτὲς πληγές, καὶ τώρα ὁ ἀγγελόμορφος Γεώργιος εἶναι ἀκέραιος καὶ ὑγιής!
* * *
Συγκλονισμένοι ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα οἱ μεγάλοι στρατηλάτες Ἀνατόλιος καὶ Πρωτολέων, μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτές τους καὶ ὅλους τοὺς οἰκείους του, διακηρύττουν τὴν πίστην τους στὸν Χριστό: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου. Μέγας ὁ Θεός, τῶν χριστιανῶν!
* * *
Σὲ αὐτοὺς τοὺς εὐλογημένους ποὺ εἶδαν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, προστέθηκαν καὶ ἄλλοι πολλοί. Ἀνάμεσά τους ὁ Βίκτωρ μὲ τὸν Ἀκίνδυνο, τὸν Ζωτικό, τὸν Ζήνωνα, καὶ τὸν Σεβηριανό. Ὅλοι τους πρόσωπα ἐπίσημα. Γιὰ ὅλα αὐτά, ὀργισμένος ὁ Διοκλητιανός, πρόσταξε νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν σὲ κάποια ἐρημιά, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἡ δὲ Ἐκκλησία μας τοὺς ἑορτάζει στὶς 20 Ἀπριλίου.
Οἱ γενναῖοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, βάδιζαν μὲ δάκρυα χαρᾶς στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, προσευχόμενοι ὅλοι μὲ μία φωνή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεὲ τοῦ Γεωργίου, πρόσδεξαι ἐν εἰρήνῃ τὰς ψυχὰς ἡμῶν, καταξιῶν ἡμᾶς τοῦ κλήρου τῶν Ἁγίων Σου, τὴν τῆς εἰς σὲ πίστεως βραδυτάτην ὁμολογίαν ἡμῶν ταύτην λογισάμενος εἰς δικαιοσύνην καὶ ἀπολύτρωσιν τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν. Ἀλλὰ καὶ ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, ὅταν ἔμαθε ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβησαν μὲ τὸν Ἅγιο Μάρτυρα, ἐπίστευσαν στὸν ἀληθινὸ Θεό, καὶ διακήρυξε μετὰ παρρησίας τὴν πίστη της. Καὶ οὔτε φοβήθηκε τὸν βασιλιά, ποὺ στέκονταν δίπλα της αὐτὴ τὴ στιγμή. Στὴν ἐπέμβαση τοῦ Μαγνεντίου καὶ στὴν ἐρώτησή του, γιατί περιφρονεῖ τοὺς θεούς, ἡ ἀγαθὴ βασίλισσα ἀπαντᾶ: Τοῦ κρείττονος ὀρεγομένη, τοῦ ἐλλάτονος κατεφρόνησα –δηλαδή, ἡ ἐπιθυμία μου γιὰ τὸ καλύτερο, μὲ κάνει νὰ περιφρονῶ τὸ χειρότερο!
Αὐτὰ εἶπε καὶ ἀναχώρησε, ἔχουσα στὴν καρδιά της ριζωμένη τὴν πίστη στὸν Χριστό. Ὅμως, κοντὰ σὲ αὐτήν, πολλαὶ τῶν συγκλητικῶν γυναικῶν, ἐπίστευσαν στὸν Κύριο, μετὰ καὶ ἑτέρων γυναικῶν πολλῶν.
* * *
Ὁ Διοκλητιανός, ὅταν εἶδε ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ ἀρνεῖται τὰ εἴδωλα καὶ νὰ πιστεύει στὸν Δεσπότη Χριστό, λύσσαξε ἐναντίον τοῦ θείου Γεωργίου, καὶ ἔδωσε διαταγή, νὰ τὸν ρίξουν μέσα σὲ λάκκο μὲ ἀσβέστη ποὺ ἔβραζε. Τρεῖς μέρες εἶχαν ἐκεῖ τὸν τιμημένο Ἅγιο. Ὁ ἄθλιος τύραννος πίστευε ὅτι θὰ ἀφανιστεῖ τελείως, καὶ δὲν θᾶ μείνουν οὔτε τὰ ὀστᾶ ἀπὸ τὸ σῶμά του. Ἤξερε πόσο πολύ, τιμοῦσαν οἱ χριστιανοί, τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων. Ἀκόμα, ὅρισε καὶ στρατιῶτες νὰ περιφρουροῦν τὸν χῶρο.
Σὰν ἔφτασε ἡ Τρίτη μέρα, κόσμος πολὺς μαζεύτηκε. Ὅλοι περίμεναν νὰ ἰδοῦν τὶ θὰ συμβεῖ. Πάσχιζαν ὅλοι νὰ σιμώσουν στὸν λάκκο. Καὶ τράβηξαν τὸν ἀσβέστη. Βούϊξε ὅλο ἐκεῖνο τὸ πλῆθος σὰν μελίσσι: Μέγας ὀ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Διότι εἶδαν ἀνέπαφο καὶ ὐγιῆ τὸν πολύαθλο καὶ ἀήττητο ἀθλητή. Τὸ πρόσωπό του λαμπερό, καὶ χαρούμενο, ἔμοιαζε μᾶλλον σὰν νὰ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ εὐωδιαστὰ ρόδα καὶ ἁπαλὰ λουλούδια. Ἄγγελος Θεοῦ τὸν φύλαγε, ὅπως καὶ τοὺς Τρεῖς Παῖδες ἐν καμίνῳ. Μεγάλος ἀριθμὸς στρατιωτῶν καὶ πλῆθος κόσμου, ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ παράδοξο θαῦμα πίστεψαν στὸν Χριστό. Καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς σκότωναν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, καὶ ἄλλους τοὺς φυλάκιζαν. Ὁ βασιλιᾶς, ὅταν ἔμαθε γιὰ αὐτὰ τὰ ἀπίστευτα, κυριεύτηκε ἀπὸ δέος καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τὸν Γεώργιο. Μόλις τὸν εἶδε τὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τοῦ χαρίζει τὴν ζωή. Καὶ ὁ νοερὸς ἀδάμαε τῆς καρτερίας, γεμάτος ἀπὸ θεία σοφία τοῦ μιλεῖ γιὰ τὸν Χριστό. Ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ἡ βασίλισα Ἀλεξάνδρα, ποὺ μοιάζοντας μὲ τὴν ἀγαθὴ γῆ, δέχεται ὡς σπέρματα τὰ θεῖα λόγια τοῦ Γεωργίου. Ἔτσι γεώργησε στὴν ψυχή της σὰν ὡραῖο στάχυ τὴν ἁγία πίστη. Πάλι τὸν ἁρπάζουν, καὶ τὸν ρίχνουν στὴν φυλακή. Καὶ ἐκεῖνος πυρπολούμενος ἀπὸ τὸν ἔρωτα τοῦ Δεσπότου, τῷ πόθῳ ζέων, προσευχόταν μὲ δάκρυα ὅλη τὴν νύκτα. Πλημμυρισμένος ἀπὸ τὸ χαροποιὸν φῶς τῆς Ἐλπίδος, πλήρης ἀθανασίας, μέσα σὲ βαθειὰ εἰρήνη καὶ κατάνυξη, προσδοκοῦσε τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἀποχωροῦσε γιὰ τὸν Κύριο. Ἀποθέτοντας τὰ πάντα στὸ ἅγιο θέλημά Του.
* * *
Ξημέρωσε ὁ Θεός, καὶ στρατὸς ἔρχεται νὰ πάρει τὸν γνήσιο φίλο τοῦ Χριστοῦ. Νέο μαρτύριο τοῦ ἑτοιμάζουν. Θὰ τοῦ φορέσουν ἕνα ζευγάρι παπούτσια σιδερένια, γεμάτα μυτερὰ καρφιά, ἀπὸ μέσα. Τὰ πυρώνουν ἴσαμε νὰ πετάξουν σπίθες. Μὲ τὴν βοήθεια λαβίδων τὰ φόρεσαν στὸν Ἅγιο καὶ τὸν πρόσταξαν νὰ πάει τρέχοντας ἕως τὴν φυλακή. Καὶ αὐτοὶ τὸν χλεύαζαν καὶ τὸν περιγελοῦσαν.
Θωρακίζεται μὲ τὸ Ἅγιο Σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ ξεκινάει. Φλεγόμενος τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν του, ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς θείας ἀγάπης Του, τὸ θεῖον καὶ ἐράσμιον Κάλλος, θερμαίνεται ὁ λογισμός του καὶ γίνεται ὅλος πύρινος. Καὶ ὁ μανικὸς ἔρωτάς του, καὶ ὁ πριστήριος πόθος του γιὰ τὸν Χριστό νικοῦσε τὴν φλόγα τῆς σαρκός. Ἔτρεχε καὶ καιγόταν ἀναζητώντας τὸν ἐραστὴ τῆς ψυχῆς του. Καὶ παρηγοροῦσε τὴν ψυχή του ψιθυρίζοντας: Τρέχα Γεώργιε, τρέχα πρὸς Αὐτὸν ποὺ τόσο ποθεῖς καὶ ἀγαπᾶς.
Ἐνῶ ἐκεῖνοι οἱ ἁγιοκτόνοι, σὰν λύκοι τὸν τυραννοῦσαν ἀπὸ κοντὰ μὲ ρόπαλα γιὰ νά τρέχει, ὁ Ἅγιος μὲ δάκρυα παρακαλοῦσε συνεχῶς τὸν Θεό νὰ τοῦ χαρίζει δύναμη καὶ ὐπομονή. Καὶ ἔλεγε: Μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου, ἴσχυσα πρὸς αὐτόν, οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται ἐὰν σαλευθῶ (Ψαλμ. ιβ´ 5). Ἴσχυε γιὰ αὐτὸν τὸ δαυϊτικόν: Πορευόμενοι ἐπορεύοντο καὶ ἔκλαιον βάλλοντες τὰ σπέρματα αὐτῶν· ἐρχόμενοι δὲ ἤξουσιν ἐν ἀγαλλιάσει, αἴροντες τὰ δράγματα αὐτῶν (Ψαλμ. ρκε´ 6). Μόλις ἔφθασε στὴν κατασκότεινη φυλακή, φῶς οὐράνιον τὸν κάλυψε καὶ κατέλαμψε ὅλῳ τῷ φωτὶ τῆς Τριάδος, καὶ φεγγοβόλησε ὁλόκληρο τὸ κελλί. Μιὰ γλυκύτατη εὐωδία ἁπλώθηκε γύρω καὶ μελωδίες ἀγγελικὲς ἔφθαναν ἀπὸ ψηλά. Καὶ τότε ἀκούστηκε ἡ γνώριμη φωνή: Θάρσει Γεώργιε, ὁ διάπυρος ἐμοῦ ἐραστής, μετὰ σοῦ γὰρ εἰμί. Καὶ εἶδε ὀ λαμπρὸς ἀριστεύς, τὴν γλυκύτατη μορφὴ τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ἄστραφτε σὰν ἥλιος. Ὡς ὄντως ἰερὰ καὶ πολύφωτος, αὕτη ἡ ὑπέρλαμπρὸς νύξ, καὶ φωταυγής. Καὶ ἔσκυψε καὶ τὸν φίλησε γλυκύτατα.
Καὶ ὅταν ὁ Δεσπότης μὲ τὴν πληθὺ τῶν Ἀγγέλων Του, ἀνέβηκε πάλι στοὺς οὐρανούς, καὶ ἔμεινε μόνος ὁ μεγαλώνυος ἀθλητὴς γονατισμένος ταπεινά, δὲν σταμάτησε τὶς εὐχαριστίες, τοὺς ὕμνους καὶ τὶς δοξολογίες. Θαμπωμένος ἀπὸ τὴν ἄφραστον καὶ ξένη δόξα, καὶ κάλλους τὴν εὐμορφίαν.
* * *
Τὴν ἑπομένη πῆραν πάλι τὸν Ἅγιον, καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ Διοκλητιανοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ καινούργιες ὑποσχέσεις καὶ γλυκόλογα τὸν ρώτησε ἂν μετάνιωσε. Μὰ ὁ Ἅγιος τοῦ λέει: Μὲ βλέπετε νὰ εἶμαι ἐδῶ μπροστά σας τῇ δυνάμει τοῦ μόνου Θεοῦ, ἂν καὶ μὲ βασανίσατε φρικτά. Καὶ μὲ τὴν δική Του ἀντίληψη καὶ βοήθεια περιφρονῶ τελείως τὶς τιμωρίες καὶ τὶς κολάσεις. Διότι ὁ Χριστός, βρίσκεται ἐντός μου, ἔνδον ἐν τῇ καρδίᾳ μου. Ἐσεῖς ὅμως, χωρὶς καμιὰ ἐλπίδα λατρεύεται τὰ εἴδωλα, διότι εἶναι πωρωμένη ἡ ψυχή σας, καὶ τυφλὰ τὰ μάτιά σας.
Θηρίο ἔγινε ὁ διώκτης τύραννος μὲ αὐτὰ τὰ λόγια. Διατάσσει νὰ ξαπλώσουν τὸν Ἅγιο κατὰ γῆς καὶ νὰ τοῦ πληγώνουν τὸ σῶμα μὲ βούνευρα. Μέχρι ποὺ ἀπόκαμαν οἱ δήμιοι παρὰ ὁ θεῖος Γεώργιος! Ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλα φρικτὰ βασανιστήρια ἐπὶ ἡμέρες. Τὸν κρέμασαν, καὶ μὲ χειράγρες ἄρχισαν νὰ καταξέουν τὸ μαρτυρικὸ σῶμά του, ὥσπου νὰ φανοῦν τὰ σωθικά του. Μετὰ τοποθέτησαν στὸ ἁγιασμένο κεφάλι του πυρακτωμένη περικεφαλαία. Αὐτὸς δὲ οὐκ ἐκαίετο καταφλεγόμενος, ἀλλὰ ἔχαιρε δροσιζόμενος. Τοῦ τρύπησαν ἀκόμα τοὺς ἀστραγάλους μὲ τρυπάνια καὶ τὸν ξάπλωσαν σὲ κρεββάτι πυρακτωμένο. Τοῦ ἔχυσαν μολύβι λιωμένο στὸ στόμα. Ὅποιο μαρτύριο τοὺς βάζει στὸ νοῦ ὁ διάβολος, τὸν δοκιμάζουν στὸν μέγιστο καὶ κορυφαῖο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὅμως, τόσο γενναῖα στεκόταν, ποὺ οὔτε κἂν στὸ βλέμμα του φάνηκε νὰ λυγίζει. Συνήχθησαν ἐπ᾿ ἐμὲ μάστιγες, καὶ οὐκ ἔγνων –δηλαδή, ἔπεσαν πάνω μου πληγές, μὰ ἐγὼ δὲν τὶς λογάριαζα. Τὸ γλυκύτατο καὶ ἄχραντο πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ θεία χαρά, καὶ ἅγιον φῶς. Καὶ πολλοί, συγκλονίζονται καὶ πιστεύουν στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, βλέποντας αὐτὰ τὰ παράδοξα.
* * *
Ὁ στενὸς φίλος τοῦ Διοκλητιανοῦ, Μαγνέντιος, βλέποντας ὅτι ὁ Γεώργιος δὲν ἀλλάζει γνώμη, θέλησε νὰ πειράξει πνευματικὰ τὸν Ἅγιο καὶ ζήτησε νὰ σταματήσουν τὰ σωματικὰ μαρτύρια. Πλησιάζει τὸν ὁλόφωτο ταξίαρχο καὶ τοῦ λέει: Ἄν θέλεις Γεώργιε νὰ πιστέψουμε στὸν δικό σου Θεό, κάνε μας ἕνα σημεῖο καὶ ἀνάστησε ἕναν ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ποὺ βρίσκονται σὲ αὐτὸν τὸν τάφο, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια.
Τοῦ τὰ εἶπε αὐτά, διότι νόμιζε ὅτι ἦταν κάτι τὸ ἀδιανόητο καὶ ἀκατόρθωτο. Ἀλλὰ γιὰ τὸν ἁγιώτατο Μάρτυρα ἦταν τόσο ῥάδιον καὶ εὐχερές, ἁπλὸ καὶ εὔκολο, σὰν νὰ ἔλεγε σὲ ἕναν ἀετὸ νὰ πετάξει, ἢ σὲ ἕνα δελφίνι νὰ κολυμπήσει.
Ὁ Γεώργιος ἀποκρίθηκε ὅτι θὰ γίνει καὶ αὐτό, επειδὴ στὸν Θεὸ τὰ πάντα εἶναι δυνατά. Ὅμως δὲν θὰ τὸ κάνει γιὰ αὐτούς, ἐπειδὴ γνωρίζει σὲ τὶ βαθὺ σκοτάδι ἀσέβειας βρίσκονται καὶ δὲν θὰ πιστέψουν. Ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι ἐκεῖ. Νὰ δοῦν, νὰ θαυμάσουν, καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό.
Γονάτισε ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ μὲ πίστη καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ταπείνωση. Ὕστερα σηκώνεται, ὑψώνει τὰ χέρια στοὺς οὐρανούς, καὶ κάνει τὴν τελευταία εὐχή. Μὲ τὸ Ἀμήν -ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος καὶ τοῦ καινοῦ τερατουργήματος! Ἀμέσως ἀνασταίνεται ἕνας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ποὺ εἶχε ζήσει στὴν γῆ, πρὶν νὰ ἔλθει ὁ Χριστός. Ἦταν ἱερέας τῶν εἰδώλων. Πέφτει στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν καταστήσει ἄξιο καὶ τὴν σωτήρια σφραγίδα τοῦ Κυρίου. Ἡ παράδοση ἀκόμα διασώζει σὲ ἕνα παλαιὸ συναξάρι, ὅτι προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος καὶ ἐκεῖ δόπλα του ἀνέβλυσε νερό, καὶ τὸν βάπτισε εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ταραχὴ μεγάλη, καὶ ἀναστάτωση παντοῦ. Καὶ ἀπὸ τὰ χείλη ὅλων ἀκούστηκε μιὰ φωνή, σὰν τροπάρι: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Μέγας ὁ Θεός, τῶν χριστιανῶν! Ἁπλοὶ ἄνθρωποι καὶ στρατιωτικοί, μὲ ταπεινὴ καὶ καθαρὴ τὴν καρδιά, πίστεψαν στὸν Χριστό. Καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς βασάνιζαν καὶ ἄλλους ἔρριχναν στὶς φυλακὲς. Ὁ θρασύς, καὶ σκληρόκαρδος βασιλιάς, ὅλα αὐτὰ τὰ χαρακτήρισε μαγεῖες. Ὤ καρδιά, ἄπιστη καὶ σκληρή, σάν πέτρα! Ὁ ἄπιστος τὰ ὦτα τῆς ψυχῆς του τὰ ἔχει βουλωμένα καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς σφαλισμένους. Δὲν θέλει νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀκούσει γιὰ τὴν σωτηρία του. Ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ὑπερηφάνεια δὲν τὸν ἀφήνουν. Ὅσοι ὅμως εἶναι ταπεινοί, καὶ ἁπλοὶ τῇ καρδίᾳ, ἐπειδὴ δὲν εἶναι πονηροί, δέχονται τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἀξιώνονται νὰ πιστέψουν καὶ νὰ δοῦν νοερῶς τὸν Κύριον. Θέλουν δὲ ἀπολαύσει καὶ θεϊκὰ μυστήρια.
Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ποὺ πίστεψαν ξεχώριζαν ὁ Χριστόφορος, ὁ Θεωνᾶς, ὁ Καισάριος, καὶ ὁ Ἀντώνιος. Ὅλοι, δορυφόροι –σωματοφύλακες- τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ἔρριξαν στὰ πόδια του τὶς ζῶνές τους καὶ ὁμολόγησαν. Τοὺς φυλάκισαν καὶ αὐτούς. Κατόπιν τοὺς βασάνισαν ἄγρια. Τοὺς κρέμασαν, τοὺς ξέσχισαν τὶς σάρκες, τοὺς κατέκαυσαν μὲ λαμπάδες καὶ τοὺς ἔρριξαν στὴν φωτιά. Ἔτσι, παρέδωσαν τὸ πνεῦμά τους στὸν Κύριο. Ἡ Ἐκκλησία μας, τιμᾶ τὴν μνήμη τους, στὶς 20 Ἀπριλίου.
* * *
Ἀλλά, ὁ ἀλάστωρ τύραννος, ἰδὼν τὰ γενόμενα καὶ μανίας ἀκαθέκτου πλησθείς, ζητεῖ ἀπὸ τὸν ξακουστὸ μάγο Ἀθανάσιο νὰ παρασκευάσει τὸ πιὸ δυνατὸ φάρμακο, γιὰ νὰ ἐξοντώσουν μὲ αὐτὸ τὸν Γεώργιο. Ἐπικαλούμενος ὁ μάγος τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ἑτοιμάζει ἕνα ὑγρό. Τὸ δίνει πρῶτα νὰ τὸ δοκιμάσει ἕνας κατάδικος. Ἀμέσως τὰ σπλάγχνα του ἔσπασαν, καὶ ἔβγαζε ἀφροὺς καὶ αἷμα ἀπὸ τὸ στόμα του. Ξεψύχισε σπαράττοντας καὶ μὲ φρικτοὺς πόνους ὁ ταλαίπωρος. Ἀγαλλόμενος ὁ Διοκλητιανός, μὲ αὐτὸ τὸ γεγονός, συγχάρηκε τὸν Ἀθανάσιο, γιατὶ ἐπιτέλους θὰ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τοῦ βασάνιζε καὶ τοῦ τυραννοῦσε τόσο τὴν ζωή.
Ὁ Ἅγιος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ σὰν τὸ ἐλάφι τὸ διψασμένο ποὺ τρέχει στὸ νερό, τὸ ἤπιε μὲ πίστη ἁπλή. Σὰν νὰ ἔπινε κάποιο ἡδύποτο. Μὲσα του ἀντηχοῦσε ὁ θεῖος λόγος: Κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψῃ. Καὶ ἔμεινε ἀβλαβὴς καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν βάσανο. Ταράσσεται ὁ παμίαρος τύραννος μὲ αὐτὰ ποὺ βλέπουν τὰ μάτιά του. Μὰ πιὸ πολύ, γίνεται ἔξαλλος μὲ τὸ πλῆθος ποὺ κραύγαζε θριαμβικά, ἐνῶ πολλοί, ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους στὸν Θεό, τοῦ Γεωργίου. Νέες συλλήψεις, νέα μαρτύρια. Ἀκόμα καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ λάμπει ὁ ἥλιος, οἱ κακοί, πορεύονται μέσα στὸ σκοτάδι. Οἱ ἄπιστοι, ἀπὸ πεῖσμα, δὲν σηκώνουν τὰ μάτια πρὸς τὸν Πατέρα τους. Οἱ ψυχές τους εἶναι γεμάτες ὑπερηφάνεια καὶ ἀλαζονεία. Χαμένοι καὶ αὐτοκαταδικασμένοι στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου, χωρὶς νερό, χωρὶς ἐλπίδα. Ἄνθρωποι χωρὶς ἀπολογία, διότι τοὺς ἔρριξε φῶς νὰ δοῦν, καὶ αὐτοὶ σφαλίσανε τὰ μάτιά τους. Καὶ τὸ μυστήριο τοῦ φωτισμοῦ τελεῖται ἀνάλογα μὲ τὴν πρόθεση, τὴν διάθεση τῆς ψυχῆς. Τόση ἡ ἔπαρση καὶ τὸ σκοτάδι στὴν ψυχὴ τοῦ τυράννου, ὥστε νὰ γίνει ἴδια μὲ τὴν κατηραμένη ξηρανθεῖσαν συκῆν. Τὴν δύναμη τῆς πίστεως τὴν νιώθουν οἱ ἁπλοί, καθαροί, καὶ ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ. Αὐτοὶ γνωρίζουν τὸν Θεό, γεύονται τὰ θεῖα μυστήρια, καὶ ἔχουν ζωὴ αἰώνιον. Ἐν ἀφελότητι καρδίας γεωργοῦν τὸν σπόρο τῆς ἀληθείας καὶ καρποφοροῦν τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστης. Σὲ αὐτούς, ἀνῆκε καὶ ὁ μάγος Ἀθανάσιος, ποὺ πρόθυμα ἐγκατέλειψε τὴν πλάνη του γιὰ νὰ πιστέψῃ στὸν Χριστό. Ζήτησε τὴν συγχώρεση καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου, καὶ εὐτυχὴς θανατώθηκε μὲ ξίφος.
* * *
Ἀπελπισμένος, σχεδὸν τρελλός, ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, διέταξε νὰ φυλακίσουν πάλι τὸν Γεώργιο, μέχρι νὰ ἀποφασίσει τὶ νὰ πράξει. Εἶχε φθάσει ἡ φήμη τῶν θαυμάτων του σὲ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα, καὶ κάθε φορά, ποὺ φυλάκιζαν τὸν Ἅγιο, πλῆθος κόσμου συγκεντρώνονταν στὸ κελλί του. Κάθε νύκτα γέμιζαν τὴν φυλακή, δίνοντας μεγάλα δώρα στοὺς δεσμοφύλασκες, καὶ τὴν εὐσεβῆ πίστιν παρ᾿ αὐτοῦ μυσταγωγούμενοι. Καὶ εκεῖνος τοὺς κατηχοῦσε στὴν ἀληθινὴ πίστη, καὶ τοὺς εὐλογοῦσε, μὲ ὅλη τὴν φλόγα καὶ τὸ φῶς τὴς ψυχῆς του. Καὶ ὅλοι ἔτρεχαν μὲ πνευματικὴ λαχτάρα καὶ δίψα, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν θεῖο λόγο του, νὰ λουστοῦν στὸ φῶς του. Ἀπὸ πάνω του ἔβγαινε μιὰ δύναμη θεϊκή. Κοντά του εἰρήνευαν καὶ γέμιζαν χαρά. Καθὼς ὁ Ἅγιος τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι μόνο ἀγάπη, γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀιώνιας ζωῆς, τὴν καλωσύνη, τὴν ὑπομονὴ στὶς πίκρες, τὴν εἰρήνη, αὐτοὶ πλημμύριζαν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας καὶ ἐλευθερώνονταν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πλάνης. Βασανισμένοι καὶ πικραμένοι ἄνοιγαν τὶς καρδιές τους, καὶ δέχονταν τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔφευγαν ἀναπαυμένοι καὶ παρηγορημένοι καὶ ἐλάμβαναν πνεῦμα δυνάμεως, πνεῦμα εἰρήνης, πνεῦμα χαρᾶς καὶ πίστης, πνεῦμα ἀγάπης. Ἔπειτα τοὺς εὐλογοῦσε καὶ θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς. Εἴτε μὲ τὸ ἄγγιγμά του, εἴτε μὲ μόνο τὸν λόγο του. Ἀνάπηρους, τυφλούς, κωφούς, παράλυτους, πνεύμασιν ἀκαθάρτοις τυραννουμένους. Καὶ ἔγινε ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν πολλή του πίστη καὶ τὸν θεῖο ἔρωτα τῆς καρδιάς του, κατοικία καὶ μονή, τοῦ Χριστοῦ, ὃς τὰς ἀσθενεῖας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἡμῶν ἐβάστασε. Καὶ ἔγινε ἡ κατασκότεινη φυλακή, τόπος ἁγιάσματος καὶ δόξης. Κῆπος καὶ παράδεισος πλήρης ὀσμῆς εὐωδίας πνευματικῆς. Ἀγκάλιαζε μὲ μυστικὴ χαρά, τοὺς ταπεινούς, καὶ ἀπελπισμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπιστία, καὶ τοὺς μετάγγιζε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἁγιότητα.
Ἀνάμεσα τους ἦταν καὶ ὁ φτωχὸς γεωργός, Γλυκέριος, ποὺ εἶχε μόνο ἕνα βόδι καὶ τοὺ ψόφησε, ἐκεῖ ποὺ ὅργωνε τὸ χωράφι του. Ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ ἱκέτευε μὲ δάκρυα τὸν Γεώργιο νὰ τὸν βοηθήσει. Στὴν εἰλικρινῆ ὁμολογία του ὅτι πιστεύει στὸν Θεό, ὁ Ἅγιος τὸν προπέμπει λέγοντάς του ὅτι τὸ βόδι του εἶναι ζωντανό. Ὅταν τὸ διεπίστωσε ὁ μακάριος Γλυκέριος, γύρισε πίσω σὰν τὸν λεπρὸ Σμαρείτη γιὰ νὰ εὐχαριστήση τὸν ἰατρὸ λέγοντας: Μέγας ὁ Θεός, τοῦ Γεωργίου! Καὶ ὁ Θεός, δὲν τὸν ἀφήνει πιὰ στὴν φτώχεια, ἀλλὰ τοῦ χαρίζει τὸ ἄφατο τοῦ Παραδείσου πλοῦτο. Στὸ δρόμο γιὰ τὴν φυλακή, καθὼς δόξαζε τὸν Θεό, τὸν συλλαμβάνουν, καὶ χωρὶς καμμιὰ ἐρώτηση τὸν κομμάτιασαν. Φωνὴ δὲ ἀκούστηκε ἐξ οὐρανοῦ: Δεῦρο, ἔλα Γλυκέριε σὲ Ἐμένα, χαίρων, διότι εἶσαι τέλειος ἑνώπιόν μου.
* * *
Ὁ τύραννος, ὅταν ἔμαθε γιὰ τὸν κόσμο ποὺ συνέρρεε στὴν φυλακή, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Γεώργιο καὶ νὰ πιστεύει στὸν Χριστό, γιὰ τὶς διδαχές, καὶ τὶς θεοσημεῖες, δὲν τὸ ἄντεξε. Προστάζει καὶ τὸν βασανίζουν μὲ τὰ πιὸ σκληρὰ μαρτύρια. Τὸν ξαπλώνουν πάνω σὲ πυρακτωμένο χάλκινο κρεββάτι καὶ τὸν ραντίζουν μὲ ρητίνη. Ἀλλὰ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ὀδυνῶν αἱ τοῦ Θεοῦ παρακλήσεις τὴν τούτου ψυχήν, εὔφραναν. Ἡ θεία χάρις μετέβαλε τὸ πῦρ εἰς δρόσον. Ἔκθαμβος ἀπὸ τὸ γεγονός, ἀλλὰ καὶ φεμάτος θυμό, ἀναφωνεῖ ὁ βασιλεύς: Ὤ τῆς συμφορᾶς. Πῶς ν ὰ τὸν θανατώσω ὦ θεοί; Ὁ μιαρός, καὶ θεοστυγής, σοφίζεται καὶ ἄλλα μαρτύρια. Ὁ δὲ μέγας Γεώργιος, ἔπειθε ἄπειρα πλήθη νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τους καὶ νὰ προστρέξουν στὴν ἀληθινὴ θεοσέβεια.
* * *
Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ ἀκόμα, δίνει ἐντολὴ νὰ τὸν παρουσιάσουν ἑνώπιόν του. Ἐκείνην τὴν ὥρα ὁ Μαγνέντιος ἔλεγε στὸν Διοκλητιανό, ὅτι τὸ γένος τῶν χριστιανῶν δὲν φαίνεται νὰ πεθαίνει εὔκολα, γιὰ αὐτὸ τοῦ προτείνει νὰ σταματήσει τοὺς διωγμούς, καὶ τὰ μαρτύρια καὶ νὰ χρησιμοποιήσει ἄλλον τρόπο. Νόμιζε ὅτι μὲ τὴν γλυκύτητα καὶ τὶς κολακεῖες θὰ ἔκαμπτε τὸν στερρὸν ἀθλητήν. Καὶ ἐκεῖνος, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸν ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν φυλακή ἔψαλλε τοὺς στίχους: Ὁ Θεός, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες, Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μλοι σπεῦσον... (Ψαλμ. ξθ´ 1). Ὁ τύραννος, μόλις τὸν εἶδε τοῦ εἶπε μὲ γλυκὸ τρόπο ἀλλὰ καὶ μὲ πονηριά: Μὰ τοὺς θεούς, Γεώργιε, ἂν μὲ ἀκούσεις καὶ θυσιάσεις, θὰ λάβεις πολλὰ ἀγαθὰ καὶ πλούτη. Θα σὲ δοξάσω σὲ ὅλη τὴν γῆ μὲ τὸ ὑψηλότερο ἀξίωμα. Λυποῦμαι τὰ νιάτα σου. Γνωρίζω καὶ τὴν εὐγενικὴ καταγωγή σου. Γιὰ αὐτὸ θέλω νὰ ζήσεις εὐτυχισμένος. Καὶ ὁ Γεώργιος: Τώρα καλὰ τὰ λὲς βασιλιά μου. Μακάρι νὰ τὰ ἔλεγες αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὅμως, μετὰ ἀπὸ τόσα βασανιστήρια, μὲ ποίον τρόπο θὰ πάρω πίσω τὴν προσβολή, καὶ τὴν κακοποίηση ποὺ μοῦ ἔκαμες; Χαρούμενος ὁ τύραννος ποὺ δὲν εἶχε καταλάβει, τοῦ ἀπαντᾶ: Παιδί μου ἀγαπητό, συγχώρεσέ με γιὰ ὅτι κακὸ ἔπραξα. Θεώρησέ με πατέρα σου, καὶ ἔλα νὰ θυσιάσεις. Ἐπειδὴ βλέπω βασιλιά μου τὴν καλή σου διάθεση πρὸς τὸ πρόσωπό μου, λέει ὁ Γεώργιος θὰ σὲ τιμήσω καὶ ἐγὼ ὅπως τὸ ποθεῖς, διότι εἶναι μεγάλη ἀχαριστία νὰ ἀρνηθῶ τὴν φιλία σου. Ποῦ εἶναι οἰ θεοί σου. Ἄς πᾶμε ἐκεῖ. Γεμάτος χαρά, ἀναπήδησε τοῦ θρόνου του λέγοντας: Εὐφραίνεσθε θεοί, ἀγαλλιᾶσθε ἄνθρωποι, δὲχου ὦ Ἀπόλλων μετανοημένον τὸν Γεώργιον. Καὶ διέταξε ὅλους νὰ συγκεντρωθοῦν στὸν ναό, ἐπειδὴ ὁ ξακουστὸς Γεώργιος, θὰ θυσιάσει στὸν Ἀπόλλωνα. Καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες, μὲ μουσικές, καὶ ἐμβατήρια, ἐπευφημοῦσαν ὡς νικητές, τὸν βασιλιά, καὶ τὸν Ἀπόλλωνα. Ὁ ἐκλεκτὸς ἐραστὴς τοῦ Θεοῦ, σὲ ὅλον τὸν δρόμο προσευχόταν νοερά: Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων ὅτι εἰσὶ μάταιοι... (Ψαλμ. Ϟγ´ 11), καί: Ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη, καὶ λαοί, ἐμελέτησαν κενά; (Ψαλμ. β´ 1), ὡς καὶ τό: Ἐπὶ σοὶ Κύριε ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα... (Ψαλμ. λ´ 1). Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε σὰν ἥλιος. Καὶ τὸ περπάτημά του ἀρχοντικὸ ἀλλὰ καὶ σεμνό. Ψηλός, καὶ πανέμορφος, μὲ χαρούμενη διάθεση καὶ μειλίχιος. Μέσα σὲ ἐκεῖνο τὸ πλῆθος φάνταζε σὰν Θεός. Τόσο ποὺ πολλοί, σκέφτηκαν μήπως ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόλλων ποὺ κατέβηκε στὴν γῆ. Ἀπόλυτη ἡσυχία ἐπικρατοῦσε. Ὅλων τὰ βλέμματα ἦσαν στραμμένα στὸν Γεώργιο καὶ οἱ ἀνάσσες κομμένες. Μόνο τὰ θυμιάματα ἔκαιγαν ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ γέμιζαν τὸν τόπο γύρω. Ὁ Ἅγιος πλησιάζει ἀργά, καὶ ἔχοντας τὸ πνεῦμά του ἄνω, ἐνῷ τὸ βλέμμα του κάτω πρὸς τὸ ἄγαλμα, λέει μὲ αὐστηρὴ τὴν φωνή: Σὺ εἶσαι θεός, καὶ σένα πρέπει νὰ προσκυνοῦν οἱ ἄνθρωποι; Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ποὺ κατοικοῦσε ἐκεῖ φοβήθηκε τὸν Γεώργιο καὶ φανέρωσε τὴν ἀλήθεια: Δὲν εἶμαι ἐγὼ θεός, ἀλλὰ καὶ οὔτε καὶ οἰ ἄλλοι ποὺ κατοικοῦν ἐδῶ. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἐμεῖς εἴμαστε δαίμονες καὶ παραπλανοῦνται μὲ μᾶς οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Ἅγιος τοὺς ἐπιτίμησε ἐπειδὴ ἐξαπατοῦν τοὺς ἀνθρώπους: Πῶς τολμάτε νὰ παραμένετε ἐδῶ, ἀφοῦ μπῆκε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Καὶ εὐθὺς ἔγινε μεγάλη ταραχή. Ἄγρια βογγητά, φωνὲς ἀπελπισμένες, κλάματα ἀκούστηκαν, λὲς καὶ μούγκριζαν τὰ θηρία τοῦ δάσους. Ἐνῶ οἱ δαίμονες δραπέτευαν, φόβος κυρίευσε τὶς ψυχὲς τῶν παρευρισκομένων. Καὶ ὁ ναὸς νὰ σείεται συθέμελα, καὶ τὰ εἴδωλα νὰ κατακρημνίζονται μόνα τους, δίχως νὰ τὰ πειράξει κανείς. Τὰ συνέτριψαν ὁ λόγος τοῦ μεγάλου Ἁγίου και τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ βασιλιάς, καὶ ἡ συνοδεία του δαιμονίστηκαν ἀπὸ τὴν ντροπή, καὶ τὸν πληγωμένο ἐγωϊσμό τους. Ἀντιθέτως οἱ πιστοί, χαίροντα, καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Θεό. Ἀγριεμένος ὁ Διοκλητιανός, ὑβρίζει σκαιότατα τὸν θεοφόρο Ἅγιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἄφοβος πάντα τοῦ ἐπισημαίνει ὅτι ἔκαμε τὴν θυσία του στὸν Χριστό, γιὰ αὐτὸ καὶ γκρεμίστηκαν οἱ ψεύτικοι θεοί τους, ἀνίκανοι ὄντες νὰ προστατεύσουν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτόν τους.
* * *
Γεμάτη ἀπὸ φόβο Θεοῦ ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, πλησιάζει τὸν σύζυγό της καὶ φωνάζει δυνατά: Ὁ Θεός, τοῦ ἀηττήτου Γεωργίου, ἂς μὲ συγχωρήσει τὴν ἁμαρτωλὴ γιὰ ὅ,τι κακό, ἔκανα μέχρι τώρα ποὺ ζοῦσα στὴν ἁγνοια. Μνήσθητί μου Κύριες τῆς τελευταίας μου μεταβολῆς, καὶ δός μου τόπον πλησίον τοὺ ὑπηρέτη Σου Γεωργίου. Μέγα πλῆθος ἐμψυχωμένο ἀπὸ τὴν πίστι τῆς βασίλισσας Ἀλεξάνδρας, ζήτησε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ πίστεψε σὲ Αὐτόν.
Μπροστὰ σὲ αὐτὰ τὰ συγκλονιστικὰ γεγονότα, μένεα πνέοντες ὁ Διοκλητιανός, μὲ τὸν Μαγνέντιο καὶ τοὺς ἄλλους ἄρχοντες, διέταξε νὰ κρεμασθεῖ ἀπὸ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς της καὶ νὰ ξεσθεῖ. Ἡ Ἀλεξάνδρα, ἀφοῦ εἶχε κατηχηθεῖ ἀπὸ τὸν Γεώργιο, μὲ πίστη βαθειά, στὸν Χριστό, ἄρχισε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ δοξάζει νοερῶς τὸ πανάγιον Ὄνομά Του. Ξεομένη, ἀτένιζε μόνον τὸν οὐρανό, δίχως νὰ βγάλει φωνή. Λέει στὸν Μάρτυρα: Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, εὐλόγησέ με σὲ αὐτὸ ποὺ κάνω. Ὁ δὲ γεωργὸς τῆς εὐσεβείας τῆς λέει: Ὑπόμεινον μικρόν, χαίρουσα, καὶ ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἁγία βάσταζε μὲ γενναιότητα. Ὕστερα τὴν ὑποβάλλουν σὲ νέο μαρτύριο, καὶ αὐτὴ μὴ ὑποφέρουσα τὸν πόνο, ρῶτᾶ μὲ ἀνησυχία τὸν Ἅγιο, τί νὰ κάνει ποὺ δὲν ἔλαβε τὸ βάπτισμα καὶ ἂν θὰ ἀνοιθεῖ ἡ θύρα τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ ὁ πάνσοφος Μάρτυς τῆς λέει: Πορεύου Ἀλεξάνδρα στὸν Δεσπότη Χριστό καὶ ἔχεις τὸ Θεῖον Βάπτισμα διὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ αἴματός σου. Προσευχόμενη, ἔχοντας τὸν νοῦν της στὸν οὐρανὸ μὲ χαρά, θανατώθηκε μὲ ξίφος.
Κάποιο ἄλλο συναξάρι ἀναφέρει ὄτι, ἀποκαμωμένη καθὼς ἦταν ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία, παρέδωκε τὸ πνεῦμά της, προσευχόμενη μέσα στὴν φυλακή.
Τότε ἡ γλυκύτατη φωνὴ τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε γύρω: Τίς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν...; (Ψαλμ. οϚ´ 14). Οἱ ἄρχοντες, ὅταν εἶδαν ὅτι δὲν πέτυχαν τίποτα, οὔτε μὲ τὰ βασανιστήρια οὔτε μὲ τὶς κολακεῖες, καὶ ὅταν ἐξευτελίζονταν καὶ οἰ ἴδιοι καὶ οἱ ψεύτικοι θεοί τους, ἀποφάσισαν μὲ διάταγμα τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου. Καὶ συζητοῦσαν μεταξύ των: Δὲν βλέπετε ὦ φίλοι ὅλους, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσα νὰ τρέχουν πίσω ἀπὸ αὐτὸν τὸν πλάνο καὶ ἀπατεώνα; Σὲ ὅλην μου τὴν ζωή, πιὸ φοβερὸ καὶ ἀμείλικτο ἄνδρα δὲν ἔχω δεῖ. Μὲ τόλμη ἔπραξε σὲ ἐμᾶς, ὅσα κανεὶς ἄλλος ἐπὶ τῆς γῆς. Βαθύτατα συγκινημένοι ἀπὸ τὸν θάνατο τῆς βασίλισσας, οἱ τρεῖς πιστοὶ δοῦλοί της Ἀπολλώ, Ἰσαάκιος καὶ Κορδᾶτος, παρουσιάστηκαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ τὸν ἤλεγξαν γιὰ τὸ κακό, ποὺ τῆς ἔκανε. Αὐτὸς δὲ ὁ παράνομος καὶ θεομάχος διέταξε τὸν μὲν Κορδᾶτο νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, τὸν δὲ Ἀπολλὼ καὶ Ἰσαάκιο νὰ ρίξουν στὴν φυλακή. Ἐκεῖ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸν Θεό, ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν δίψα, καὶ ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς τρεῖς αὐτοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, μαζὶ μὲ τὴν βασίλισσά τους Ἀλεξάνδρα, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 21 Ἀπριλίου.
* * *
Ὅταν βγῆκε ἡ τελικὴ ἀπόφαση γιὰ τὸν νικηφόρο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅταν τὴν ἔλαβε ἔψαλλε μὲ χαρά: Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἕργα Σου Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας! (Ψαλμ. ργ´ 25). Τὸ ἄκουσε ἡ ἁγία μητέρα του ὅτι ἐλήφθη ἡ φονικὴ ἀπόφασις καὶ ἀναγαλλίασε ἡ καρδίας της. Ἀτένιζε τὸν οὐρανὸ καὶ ἐδόξαζε μὲ εὐχαριστία τὸν Θεό: Κυρίε ὁ Θεός μου, σὲ εὐχαριστῶ καὶ τώρα ὅπως πάντοτε. Σὲ παρακαλῶ, πρόσδεξαι τὸν ἀγαπημένον μου υἱὸ Γεώργιο, τὸν γνήσιο δοῦλό Σου, ὅπως δέχτηκες τὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ, ὅταν Σοῦ ἔφερε τὸ παιδί του Ἰσαάκ. Πάρε τον στὴν ἐπουράνιο Βασιλεία Σου μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους Σου.
Ἡ θεία Πολυχρονία βρισκόταν διαρκῶς κοντὰ στὸ παιδί της. Καὶ στὴν φυλακή, καὶ στὸν τόπο τῶν μαρτυρίων. Φρόντιζε πάντα γιὰ τὴν ἐνίσχυσή του μὲ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα τὸ πέρασε μὲ προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία καὶ γονυκλίσιες.
Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή της, πλησιάζει τὸν πολύαθλο γιό της καὶ τοῦ λέει:
Μακάρια καὶ ἅγια τὰ ἔργα τῆς πίστης σου παιδί μου, γιατὶ μιμήθηκες τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ προσευχήσου γιὰ μένα, ἐπειδὴ θὰ τελειώσω τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου πρὶν ἀπὸ σένα. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ σκληρὸς βασιλιάς, ὅτι ὁμιλεῖ στὸν Ἅγιο, τὴν καλεῖ κοντά του καὶ τὴν ἐρωτᾶ ποιὰ εἶναι. Καὶ αὐτὴ ἡ πανθαύμαστη μὲ ἀνδρεία ἀπαντᾶ: Πολυχρονία μὲ λένε καὶ εἶμαι χριστιανή, ὅπως καὶ ὁ γιός μου Γεώργιος, ποὺ νομίζεις ὅτι τιμωρεῖς, ἐνῶ αὐτὸς στεφανώνεται ἀπὸ τὸν Βασιλέα Χριστό. Ἀγριεμένος ὁ Διοκλητιανός, τὴν κατηγορεῖ: Σὺ τὸν ἐδίδαξες νὰ βρίζει τοὺς μεγάλους θεούς, χωρὶς νὰ προσκυνάει καὶ νὰ θυσιάζει σὲ αὐτούς. Ἡ γενναία ἀθλήτρια εἰρηνικὰ τοῦ λέει: Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ φωτίζουσα πάντα ἄνθρωπο ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμο. Ἐμεῖς βασιλιά, ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ μάθαμε νὰ λατρεύουμε τὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ ὄχι τὰ εἴδωλα τῶν δαιμόνων.
Ὁ βασιλιὰς συγκράτησε τὸν θυμό του καὶ λέει στὴν θεοτίμητη Πολυχρονία νὰ σταματήσει τὶς ἀνοησίες καὶ νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Ἐὰν ὄχι, θὰ πεθάνει πολὺ πικρά, ὅπως καὶ ὁ μωρὸς γιός της Γεώργιος, ποὺ ὅπως ἀποφασίστηκε, θὰ ἀποκεφαλιστεῖ. Μὰ πάλι ἡ θεόσοφη Πολυχρονία ἀπαντᾶ μὲ σταθερότητα: Ἐγώ, ὅπως σοῦ εἶπα καὶ πρίν, εἶμαι καὶ παραμένω χριστιανή. Δὲν πιστεύω στοὺς δαίμονες, καὶ οὔτε πρόκειται νὰ θυσιάσω στὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ καὶ νὰ βασανίσεις τὸ σῶμά μου, ἐγὼ τὸ προσφέρω θυσία στὸν Θεό μου.
Πολὺ ὀργίστηκε ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ τύραννος καὶ πρόσταξε νὰ τὴν βασανίσουν ἀμέσως. Σὰν ἄγριοι λύκοι οἱ ποταποὶ ὑπηρέτες του ἄρπαξαν τὴν Ἁγία, τὴν τέντωσαν κατὰ γῆς καὶ τὴν ἔδερναν ἀλύπητα μὲ ὠμὰ βούνευρα. Ὅλο της τὸ σῶμα ἔγινε μιὰ πληγή. Ἀλλὰ ἡ γενναιότατη δούλη τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ κατὰ τὴν φύση ἦταν γυναίκα, εἶχε λογισμὸ ἀνδρικό. Εἶχε στραμμένο τὸν νοῦ της στὴν προσευχὴ μὲ θεῖο πόθο καὶ δόξαζε μὲ πολλὴ χαρὰ τὸν Κύριο. Ὅταν οἱ σκληροὶ δήμιοι κουράστηκαν πιά, εἶδαν ὅτι τὸ σῶμά της δὲν ἐσπάραζε, τὴν ἅφησαν γιὰ λίγο. Στὴ συνέχεια τὴν κρέμασαν πάνω σὲ ἕνα ξύλο καὶ τῆς ἔκαμαν ἀκόμα μεγαλύτερα βασανιστήρια. Κατέσχισαν τὶς σάρκες τοῦ ἱεροῦ ἀσκητικοῦ κορμιοῦ της μὲ σιδερένιες χειράγρες, τόσο πολύ, ποὺ φάνηκαν τὰ σπλάγχνα της. Ὕστερα πῆραν ἀναμμένες λαμπάδες, καὶ ἄρχισαν νὰ καίγουν τὶς πληγές της. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐκείνη ἔμενε ἀσάλευτη στὴν πίστη της, καὶ ἀνδρεία στὸ λογισμό της. Εἶχε μέσα της τὸ θεῖον πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
* * *
Τὸ γλυκοχάραμα τῆς τελευταίας ἡμέρας πλησίασε μὲ εὐλάβεια, προσκύνησε καὶ ἀσπάστηκε τὶς ἅγιες πληγὲς τῶν μεγάλων μαρτύρων τοῦ Θεοῦ. Τοὺς βρῆκε δοσμένους σὲ μυστικὴ προσευχή, ποὺ ἐκεῖνες τὶς ὧρες ἔγινε πιὸ βαθειά, καὶ πιὸ κατανυκτική. Κάποια στιγμή, ἦλθαν καὶ τὴν πῆραν. Τῆς φόρεσαν μὲ λαβίδες σιδερένια παπούτσια, τόσο πυρακτωμένα ποὺ πέταγαν σπίθες. Ἐκείνη ὅμως ἦταν ἀφοσιωμένη μόνο στὴν προσευχή. Οἱ πόνοι τώρα εἶναι φρικτοί, ἀνελέητοι, ἀλλὰ ἡ ψυχή της γεμάτη ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ νοῦς της ἀνεβασμένος στὸν οὐρανό. Ἕνα θεϊκὸ φῶς ὅλο γλυκύτητα, τὴν κάλυπτε καὶ μιὰ αὔρα μυρωμένη ὡς δρόσος Ἀεμών πλημύρισε τὸ χώρο γύρω. Μὲ τὴν παρηγοριὰ τοῦ Παρακλήτου νικᾶ ὅλους τοὺς πόνους καὶ τὰ μαρτύρια καὶ ἑνώνεται τῷ Παναχράντῳ Σώματι τοῦ Χριστοῦ. Θεώμενα πλέον ἔγιναν τὰ μέλη της, μέλη Χριστοῦ, τὰ φρικτά τε καὶ θεῖα! τὸ πρόσωπό της ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ τὴν χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸ βλέμμα της ἀντιφεγγίζει τὴν εἰρήνη τοῦ θείου φωτός. Λὲς καὶ θεᾶται τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Τόση ἡ ἐρωτικὴ φλόγα, καὶ τὸ θεῖον πύρωμα μέσα της, ὥστε λησμόνησε κόσμο καὶ σάρκα καὶ ὅλα τὰ μάταια πράγματα τοῦ κόσμου! Ἡ θεϊκὴ ἀγάπη καταλάμπει μὲ φῶς ὅλο τὸ εἶναί της. Τέλος, μόνο τὰ χείλη της ψιθυρίζουν μὲ δέος: Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου ἐν εἰρήνῃ. Ἔτσι ἡ ταπεινὴ Μάρτυς λάμπουσα παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή της καὶ κέρδισε τὴν αἰώνια χαρὰ τοῦ Παραδείσου. Τὸ τίμιο λείψανό της τὸ παρέλαβαν κρυφὰ οἱ χριστιανοί, καὶ τὸ ἔθαψαν δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ὁ δὲ πανεύφημος καὶ μέγιστος Γεώργιος, πλημμυρισμένος θεία χαρά, γιὰ τὸ ἅγιο τέλος τῆς μητέρας του, δόξαζε ἀδιαλείπτως τὸν Κύριο. Ἀλλὰ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ τὸν πάρουν καὶ ἐκεῖνον καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν ὁρισμένο τόπο. Κοντά του ὅλο τὸ ἐνθουσιώδες ἐκεῖνο πλῆθος, μὲ δάκρυα δακρυσμένα, πρὸσμενε νὰ δεῖ τὸ τέλος. Ὁ Ἅγιος ἦταν ἤρεμος, εἰρηνικός, σὰν νὰ πήγαινε σὲ χαρὰ μεγάλη. Ὅμορφος, ψηλός, λυγερός, μὲ χαρακτηριστικὰ ἀγγελικά. Τὰ μαλλιά του σγουρά, καὶ ἐκείνη ἡ δυνατὴ ματιά του ἡ πεντακάθαρη, ἔκρυβε μέσα της μιὰ καρδιὰ μικροῦ παιδιοῦ, γεμάτη ἀθωότητα καὶ ἀγάπη. Τὸ περπάτημά του σεμνό, καὶ συνάμα μεγαλόπρεπο, παλληκαρίσιο. Φάνταξε λές, καὶ φανερώθηκε μονομιᾶς ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ χάρη του ὁλόκληρη!
Τέλος, φθάνουν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ὁ Ἅγιος ζήτησε νὰ τὸν ἀφήσουν λίγο νὰ προσευχηθεῖ. Τοῦ τὸ ἐπέτρεψαν. Καὶ αὐτὸς ὁ μακάριος προσευχήθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιάς του ἔχοντας τὸ θεῖο πρόσωπό του στραμμένο πρὸς τὸν οὐρανό: Δοξασμένος νὰ εἶσαι Κύριε ὁ Θεός μου, πρὸς ὅν κατέφυγον ἐκ νεότητός μου, ἡ ἐλπίδα καὶ τὸ στήριγμά μου σὲ τοῦτον τὸν ἀγῶνα, ὁ θεῖος ἔρωτας τῶν ἁγιασμένων ψυχῶν, ὁ παριδὼν πάντα τὰ ἁμαρτήματά μου. Δέσποτα Θεὲ ἐπουράνιε, ἔπιδε ἐπὶ τῇ ταπεινώσει μου, ἐπάκουσόν μου δέομαι, τῇ ὥρᾳ ταύτῃ, καὶ πρόσδεξαί μου τὴν ψυχὴ ἐν εἰρήνῃ, καὶ συναρίθμησόν με τοῖς ἀγαπηκόσι τὸ ἅγιον Ὄνομά Σου. Συγχώρησον δὲ καὶ τοῖς ἔθνεσιν, ὅσα εἰς ἡμᾶς διεπράξαντο, καὶ φώτισον Κύριε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας αὐτῶν εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς σῆς ἀληθείας ὅτι πάντας θέλεις σωθῆναι. Ἐξαπόστειλον τοῖς ἐπικαλουμένοις σε βοήθειαν ἐξ ὕψους ἁγίου σου, δὸς αὐτοῖς τὸν φόβον σου καὶ τὸν πόθον τῆς εἰς τοὺς ἁγίους σου ἀγάπης, ἵνα τὴν μνήμην αὐτῶν ἐπιτελοῦντες μιμοῦνται τὴν πίστη καὶ ἀγάπην αὐτῶν ὅπως ἂν σὺν αὐτοῖς καταξιωθέντες τῆς ἐπουρανίου ζωῆς δοξάζωσί σου τὴν πολλὴν ἀγαθότητα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἔτι δὲ πρόσχες εἰς τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου καὶ παράσχου μοι τὴν αἴτησιν ταύτην, ἵνα πᾶς ἄνθρωπος ἐπικαλούμενος ἐν ἀνάγκαις, ἐν θλίψει, ἐν κινδύνῳ, ἐν πάσῃ ἀσθενείᾳ, ἐν λιμῷ, ἐν δικαστηρίῳ, ἐν φυλακῇ, ἐν κόσμῳ, ἐν πειρασμῷ, ἐν δυχερείαις πραγμάτων, τὴν βοήθειαν ἐμοῦ τοῦ δούλου Σου Γεωργίου... ρῦσαι αὐτὸν Δέσποτα ἀπὸ πάσης θλίψεως καὶ ἀνάγκης. Σύντριψον τὸν σατανᾶν ἐν τάχει ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. Χάρισαι δὲ αὐτῷ πᾶν αἴτημα, ὅτι δεδοξασμένος εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ἀφοῦ ἔκαμε μὲ εὐλάβεια τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ γονάτισε καὶ παρακάλεσε τὸν σπεκουλάτορα νὰ ἐκτελέσει τὴν βασιλικὴ διαταγή. Ὕψωσε τότε ἐκεῖνος τὸ σπαθί, καὶ ἔκοψε τὴν τιμία καὶ ἁγία κεφαλὴ τοῦ Γεωργίου, καθὼς ὁ ἴδιος τόσο ποθοῦσε. Καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν χριστιανῶν ἔτρεξε πάνω στὸ ζεστὸ κορμί, μὲ θεῖο πόθο καὶ λαχτάρα, καὶ ἄλλοι μάζευαν ἀπὸ τὸ αἶμά του, ἄλλοι μόνο τὸ ἄγγιζαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεό, ἄλλοι ξέσχιζαν μιὰ λωρίδα ἀπὸ τὰ ἱμάτιά του, καὶ ἄλλοι ἀσπάζονταν τὸ ἅγιο λείψανο! Ἀλλὰ οἱ στρατιῶτες τοὺς κτυποῦσαν καὶ τοὺς ἔδιωχναν!
Κρυφὰ σήκωσαν οἱ χριστιανοὶ τὸ πάντιμο λείψανό του καὶ τὸ ἔθαψαν μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς πανένδοξης μητέρας του Πολυχρονίας, σὲ τόπο ἐπίσημο. Ἦταν ἡμέρα Παρασκευή, 23 Ἀπριλίου, τοῦ ἔτους 303 μ.Χ. Κατὰ δὲ τὸν ὑπολογισμὸ τοῦ ἱστορικοῦ Εὐσεβίου, καὶ σύμφωνα μὲ τὸ μακεδονικὸ μηνολόγιο, ἀντιστοιχοῦσε στὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου τοῦ Πάσχα. Ἀναφέρεται ἀκόμα ὅτι ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Ἁγίου, Πασικράτης, ἐκτελώντας τὴν ἐπιθυμία τοῦ κυρίου του, παρέλαβε τὸ ἅγιο λείψανό του μαζὶ μὲ αὐτὸ τῆς μητέρας του, καὶ τὰ μετέφερε στὴν μητρικὴ γῆ, στὴν Λύδδα τῆς Παλαιστίνης.
Μετὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἀποφυλάκισαν ὅλους τοὺς ἐκεῖ δέσμιους χριστιανούς, καὶ ἄν δὲν θυσίαζαν στὰ εἴδωλα, μὲ βασιλικὴ διαταγὴ τοὺς βασάνιζαν καὶ τοὺς θανάτωναν. Ἀνάμεσά τους ἦταν καὶ ὁ Εὐσέβιος, ὁ Νέων, ὁ Λεόντιος, ὁ Λογγῖνος καὶ ἄλλοι τέσσαρες μαζί, ποὺ τοὺς βασάνιζαν σκληρά, ἐπειδὴ ἔμεναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους. Τοὺς ἔδεσαν, τοὺς χτύπησαν ἀφόρητα καὶ μετὰ τοὺς κρέμασαν καὶ ξέσχισαν τὸ σῶμά τους. Τέλος, τοὺς ἀποκεφάλισαν μὲ ξίφος. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὶς 24 Ἀπριλίου καὶ εὐφραίνονται κοντὰ στὸν Δεσπότη Χριστό, ποὺ εἶπε: Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἄν ἀποθάνῃ ζήσεται. Καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θαυματουργοῦν σὲ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν στὴν χάρη τους.
* * *
Ὅταν ἔλαμψε ἡ εὐσέβεια στὸν κόσμο καὶ βασίλευσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ μητέρα του, πῆγε μὲ πόθο ἱερὸ στοὺς Ἁγίους Τόπους. Μεγάλη ἦταν ἡ ἐπιθυμία της νὰ βρεῖ τὸν Τίμιο Σταυρὸ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ κτίσει τὰ πανάγια προσκυνήματα. Πῆγε καὶ στὴν Λύδδα γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος καὶ Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ἀπὸ μεγάλη εὐσέβεια καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Ἅγιον, ἔκτισε μεγαλοπρεπὴ καὶ ὡραιότατο ναὸ πρὸς τιμήν του. Ὅταν τελείωσε ὁ ναός, ὁ τότε ἀρχιερεύς, μὲ τὴν παρουσία κλήρου καὶ λαοῦ, ἀνεκόμισε τὸ σεπτὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου καθὼς πιθανότατα καὶ τῆς μητέρας του. Ἀλλά, τὶ θαῦμα μέγα! Βρῆκαν τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἀνέπαφο, ἄφθαρτο, ὁλόκληρο, μέσα σὲ μιὰ δυνατὴ καὶ ἄρρητη εὐωδία, ἐνῶ ἀπὸ τὸν τάφο ἀναπηδοῦσε μιὰ θεία λάμψη. Ρίγος ἱερὸ διαπέρασε τοὺς πιστούς, καὶ τὰ μάτια πλημύρισαν ἀπὸ δάκρυα πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως. Ὅλοι σταυροκοπήθηκαν καὶ γονάτισαν νὰ προσκυνήσουν, δοξάζοντας τὸν Κύριο καὶ τὸν Ἅγιό Του. Κατάνυξη, πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἱερὴ συγκίνηση κατέκλυσε τὶς καρδιὲς ὅλων. Χέρια τίμια σήκωσαν εὐλαβικὰ τὸ εὐωδιάζον λείψανο μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίες μὲ θυμιάματα καὶ φωτοχυσίες. Τὸ σεπτὸ σκήνωμα τοῦ Τροπαιοφόρου ἔλαμψε σὰν ἥλιος πάνω ἀπὸ τοὺς πιστούς. Ὁ οὐρανὸς τῆς Λύδδας λαμπύρισε. Φῶς ἱλαρόν, ἁγίας δόξης κατηύγασε ὁλόκληρη τὴν κτίση. Οἱ καρδιὲς τῶν ἐραστῶν τοῦ θείου Γεωργίου ἐμφοροῦνται τῆς αὐτοῦ ἀγάπης καὶ τοῦ κάλλους καὶ ἡδονῆς καὶ γλυκασμοῦ ἐπίπλανται τοῦ θείου, μετέχοντες τῆς δόξης, ἐν χαρᾷ πνευματικῇ, εὐφροσύνῃ τε ὑπερκοσμίῳ καὶ ἀγαλλιάματι. Ὅλα ἁγίασαν αὐτὴ τὴν ὥρα, καὶ ὅλοι γέμισαν μὲ παρηγοριά, μὲ τὸν Ἅγιο ποὺ θὰ τοὺς ἀποσκέπαζε ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρός.
Καὶ τοποθέτησαν τὸν πολύτιμο αὐτὸ θησαυρό, κατὼ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, μέσα σὲ πολύτιμη θήκη, καὶ ἔκαναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ μὲ αὐτὴ τὴν κατάθεση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑορτάζομεν κατὰ παράδοση τὴν 3η Νοεμβρίου. Τὸ σεπτὸν σκήνωμα τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον γιὰ πολλὰ χρόνια, ὡς μυροθήκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πάμπολλα ἀπὸ τότε καὶ παράδοξα θαύματα καὶ ἰάσεις γίνονται στοὺς πιστούς ποὺ προσκυνοῦν καὶ ἐπικαλοῦνται τὸν Ἅγιο μὲ πίστη καὶ ἀγάπη. Τὸ ὄνομά του ἔγινε πασίγνωστο καὶ ἡ χάρις τῶν θαυμάτων του ἔφθασε ἴσαμε τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καὶ ἔγινε ὁ ἁγιόλευκος καὶ ὑπερθαύμαστος Μάρτυς μέγας καὶ κοινὸς ἐυεργέτης πάντων τῶν Χριστιανῶν, καὶ πάσης τῆς οἰκουμένης. Ριζότομος τῆς δαιμόνων θρησκείας, καὶ φυτοκόμος τῆς τῆς Τριάδος λατρείας. Καὶ ἡ ἀγάπη του φθάνει πλούσια καὶ ἀπρόσκλητη παντοῦ, καὶ ἐκεῖ ἀκόμα ποὺ δὲν ὑπάρχει χριστιανός.
Ὁ σεβάσμιος γέροντας Ἰωσήφ, τὸν ὀνομάζει Τροπαιοφόρο τῆς Ἀγάπης, καὶ γράφει: Ἡ ἀγάπη του... εἶναι τόσο μεγάλη... ποὺ ἀγκάλιασε τὴν Εκκλησία, τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων στὰ τετραπέρατα τῆς οἰκουμένης. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη τῶν πιστῶν, ποὺ σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τοῦ κόσμου ἤθελαν νὰ ἔχουν κάτι δικό του. Τὰ ταξίδια βεβαίως ἦταν δύσκολα γιὰ νὰ πηγαίνουν συχνὰ στὸν τάφο του. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, τὸ ἅγιο λείψανό του διαλύθηκε. Κύριος οἶδε πῶς, καὶ ἔτσι διαοιράστηκαν σὲ ὅλο τὸν κόσμο τμήματα τῶν λειψάνων του πρὸς εὐλογία καὶ ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν.
Ἐκεῖνος, ποὺ ὡραῖος ἐκ τοῦ Τάφου ἀνέτειλε, μᾶς ἄφησε νὰ καταλάβουμε ὡς ὄντως γλυκύκαρπον φυτὸν καρδιοτρόφον, πῶς μποροῦμε νὰ γευθοῦμε τὴν ἄκτιστη ὡραιότητα, τὸ θεῖον καὶ ἀΐδιον κάλλος...