Ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου στη Νιγρίτα είναι τρίκλιτη βασιλική με ξύλινη δίρριχτη σκεπή, ρυθμός που χαρακτηρίζει τα μεταβυζαντινά χρόνια. Έχει ευρύχωρο νάρθηκα στην ανατολική πλευρά, του οποίου βέβαια η σημερινή μορφή είναι νεώτερη.
Το μεσαίο κλίτος του κυρίως Ναού χωρίζεται από το βόρειο και το νότιο με δύο κιονοστοιχίες από επτά κίονες σε κάθε σειρά. Στις κολώνες -οι οποίες είναι κορμοί δένδρων εσωτερικά και σοβατισμένες εξωτερικά- υπάρχει νεώτερη διακόσμηση με άμπελο. Η διακόσμηση αυτή έγινε το 1978, όταν συνεργείο Σερραίων αγιογράφων καθάρισε τις τοιχογραφίες του Ναού. Ο διαχωρισμός των κλιτών του Ναού εκτός από τους κίονες γίνεται και από μια διπλή σειρά στασίδια, που και αυτά είναι νεώτερα, φτιαγμένα από ξύλο φλαμουριάς, όπως και το σύγχρονο με τα στασίδια Δεσποτικό, αλλά και τα αναλόγια. Τα κλίτη που προκύπτουν από τον διαχωρισμό είναι τρία με μεγαλύτερο το κεντρικό. Ο Ναός εσωτερικά έχει μήκος 24,5 m, πλάτος 13,7 m, ύψος στο κεντρικό κλίτος 8,6 m και ύψος Ναού στα πλάγια κλίτη 6,8 m. Οι εξωτερικές διαστάσεις του Ναού είναι: μήκος 28,4 m, πλάτος 15,3m και ύψος 9,4m. Εσωτερικά του Ναού από τη δυτική πλευρά του κυρίως Ναού και για περίπου 7 μέτρα προς τα ανατολικά εκτείνεται ο γυναικωνίτης Στα βυζαντινά χρόνια ο γυναικωνίτης λεγόταν υπερώο και εκεί ήταν η θέση των αυτοκρατόρων και των αρχόντων. Στη συνέχεια όμως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας κατ’ επίδραση της τάξης που είχαν οι Τούρκοι δυνάστες, όσον αφορά την θέση της γυναίκας στην κοινωνία, η χρήση του υπερώου άλλαξε και από τιμητική θέση για τους άρχοντες εκάστης κοινωνίας, ορίστηκε ως θέση των γυναικών στην Εκκλησία και ονομάστηκε γυναικωνίτης. Το κατεστημένο που δημιούργησαν οι Τούρκοι κατακτητές δεν έμεινε μόνο σ’ αυτό, αλλά προχώρησαν και σε μία άλλη ακόμα πιο υποτιμητική για τις γυναίκες πράξη· γύρω-γύρω από τους γυναικωνίτες έβαλαν καφασωτά, ούτως ώστε οι ευρισκόμενοι άνδρες στον κυρίως Ναό να μην βλέπουν καν τις γυναίκες που βρίσκονταν στο γυναικωνίτη.
Σήμερα στο Ναό του Αγίου Γεωργίου υπάρχει, κατάλοιπο του παρελθόντος, ένα κομμάτι από το καφασωτό αυτό και βρίσκεται στην πίσω πλευρά του άμβωνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το καφασωτό αυτό, το οποίο μάλλον υπήρχε από την αρχή στην Εκκλησία, βγήκε από τον Μητροπολίτη Νιγρίτης Ευγένιο και φυσικά, όπως κάθε τέτοια καινοτόμα πράξη δημιούργησε κάποιο θόρυβο στην τότε συντηρητική κοινωνία της Νιγρίτης. (Ως γνωστόν οι γυναίκες ακόμη και σήμερα σε μουσουλμανικά κράτη είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας). Το σχήμα του γυναικωνίτη είναι αρκετά ιδιόμορφο και ξεφεύγει από τα συνηθισμένα. Καλύπτει, ως προελέχθη, τα πρώτα μέτρα της δυτικής πλευράς του κυρίως Ναού, απλωμένος και στα τρία κλίτη σε σχήμα Π. Το πάτωμα του γυναικωνίτη είναι ξύλινο, όπως και οι σκάλες πρόσβασης σε αυτόν από το εσωτερικό του Ναού. Οι ξύλινες σκάλες όμως λόγω της φθοράς που υπέστησαν αντικαταστάθηκαν το 1960 από μωσαϊκό.
Ο γυναικωνίτης αρχικά είχε πρόσβαση και εξωτερικά από την βόρεια πλευρά από την είσοδο, η οποία έχει γίνει πλέον παράθυρο. Οι γυναίκες έμπαιναν στην Εκκλησία μόνο από αυτή την είσοδο. Εκεί υπήρχε παγκάρι και μανουάλια, όπου οι γυναίκες άναβαν τα κεριά τους. Τα μανουάλια που βρίσκονται σήμερα στο γυναικωνίτη είναι κατάλοιπα από τα παλιά.
Το πάτωμα του Ναού σήμερα έχει πλακάκια, τα οποία τοποθετήθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Το πάτωμα παλαιότερα είχε πέτρα μεγάλων διαστάσεων. Κατάλοιπο εκείνου του πατώματος με πέτρα είναι το πάτωμα του διακονικού του νοτίου κλίτους του Ιερού.
Το υπερυψωμένο Ιερό είναι νεώτερη κατασκευή –του 1967-. Κατασκευάστηκε για άγνωστους λόγους, προφανώς επειδή την εποχή αυτή συνηθίζεται να φτιάχνονται τα Ιερά υπερυψωμένα –αν και το κανονικό και παραδοσιακό είναι το Ιερό να βρίσκεται στο ίδιο ύψος με τον κυρίως Ναό. Με την υπερύψωση του Ιερού καλύφθηκε και το Ιερό Σύνθρονο, που βρισκόταν μέχρι τότε στο συνήθη τόπο. Από πληροφορίες που αντλούμε από παλαιότερους το Σύνθρονο βρισκόταν επάνω σε δύο σκαλοπάτια, τα οποία όμως κάλυπταν όλη τη διάμετρο της ημικυκλίου αψίδας της κόγχης του Ιερού. Κάτω από το κέντρο του Συνθρόνου ήταν η είσοδος της «κρύπτης», η οποία έβγαζε στο «κελί» κάτω από το καμπαναριό. Η είσοδος της κρύπτης ασφάλιζε με μια ξύλινη πόρτα της εποχής και βρισκόταν πίσω από την Αγία Τράπεζα. Βέβαια το «κελί» σήμερα δεν υπάρχει, όμως γνωρίζουμε το χώρο στον οποίο βρισκόταν. Η κρύπτη υφίσταται ακόμη από την πλευρά του Ιερού μέχρι ένα σημείο. Η είσοδος της «κρύπτης» υπάρχει ακόμη παρότι έχει επενδυθεί με μάρμαρα το Ιερό και έχει ανυψωθεί δύο σκαλοπάτια.
Ο νάρθηκας που υπάρχει σήμερα είναι νεώτερο κτίσμα, χτίστηκε μόλις το 1987. Σχηματίζει Γ πιάνοντας όλη την δυτική πλευρά και μέρος της νότιας.
Το καμπαναριό είναι κτίσμα του 1905. Δεν αναφέρεται πουθενά αν υπήρχε παλαιότερο καμπαναριό· προφανώς όμως δεν υπήρχε, γιατί οι Οθωμανοί δυνάστες δεν το επέτρεπαν. Μόνο το 1905 που σιγά-σιγά άρχισε να χαλαρώνει η πίεση των Τούρκων, οι Νιγριτινοί κατάφεραν να κτιστεί το παρόν υψηλό καμπαναριό, για να ακούνε τον γλυκό ήχο της καμπάνας. Είναι κτισμένο από πέτρα μαλακή, πωρόλιθο, από τα αλλεπάλληλα όμως βαψίματα δεν φαίνεται καθαρά η λιθοδόμηση. Ο ρυθμός του καμπαναριού ομοιάζει με ρώσικο, χάρη στο διπλό τρούλο που το καλύπτει. Η κορυφή του καμπαναριού φέρει επένδυση μολύβδου της εποχής. Εκτός από τη βάση του που είναι ύψους 5m περίπου -και είναι και αυτή πετρόκτιστη αλλά σοβατισμένη, έχει τρεις ορόφους περίπου 3,5m ο καθένας. Συνολικά το ύψος του καμπαναριού από τη βάση του είναι περίπου 17m, ενώ από τη βάση της Εκκλησίας φθάνει τα 20m. Υπάρχει εξωτερική σκάλα για την άνοδο από τη βάση στον πρώτο όροφο, ενώ από τον πρώτο μέχρι και τον τρίτο υπάρχει εσωτερική σκάλα. Ο τρίτος όροφος στηρίζεται σε 6 πέτρινους κίονες που δημιουργούν καμάρες στα κενά μεταξύ τους, ενώ οι πιο κάτω στηρίζονται σε έξι κτισμένες κολώνες από τις οποίες ανοίγονται 6 κενά τα οποία και αυτά στολίζονται με μια πετρόκτιστη καμάρα. Στην κορυφή δε του καμπαναριού στέκει αγέρωχος ένας απλός σταυρός.
Σήμερα στο προαύλιο του Ναού υπάρχουν τρία κτίσματα: ένα διώροφο με υπόγειο, ένα σπίτι, το οποίο έχει χτιστεί σε δύο χρονικές περιόδους και χρησιμοποιείται ως οικία για τον νεωκόρο και ένα μικρό κτίσμα, όπου υπάρχουν οι τουαλέτες. Υπάρχει ακόμη νεώτερη εξέδρα, που κατασκευάστηκε το 2004, στην οποία τελούνται η Ανάσταση, ο μεγάλος Αγιασμός κα.